Θ
θάβου και θάφτου (ρ.) : α. σκεπάζω με χώμα, β. ενταφιάζω, κηδεύω, γ. συκοφαντώ, δ. χαντακώνω – ζημιώνω κάποιον, ε. αποκρύβω κάτι.
θάμα (του) : α. θαυμάσιο, β. υπέροχο, γ. θαύμα.
θαματ(ι)κά : θεαματικά ,ταχυδακτυλουργικά
θαμάζουμι : αγωνιώ , προσπαθώ να βρώ λύση
θαρρώ (ρ.) : α. νομίζω, β. έχω τη γνώμη ότι … , γ. πιστεύω, δ. φαντάζομαι, ε. υποθέτω, στ. έχω την εντύπωση.
θέρμασʼ (η) : α. η θερμότητα που εκπέμπει η σόμπα ή το τζάκι, β. το ζεμάτισμα από καυτό υγρό.
θέρους (του) : α. ο θερισμός, β. το καλοκαίρι.
θιά και θχιά (η) : α. η θεία, β. (lias : «τζιτζίκου» είναι η ηλικιωμένη θεία )
θιρίσκα (ρ.) : α. έπαθα τροφική δηλητηρίαση, β. έχω έντονες στομαχικές διαταραχές.< Μι θέρσι ρε πιδί…..>
θιρμασιά (η) : α. ο υψηλός πυρετός, β. το μαγκάλι.
(ρ.) : α. ζεσταίνω, β. καίω, γ. ξηραίνω (για φυτά),
θκώς : δικό σου ( αναφέρεται σε πράγμα " ίνι θκώς αυτό του κασκέτου ; " )
θκώμ : δικό μου ''' ''
θκώζουμ : δικός μου ( αναφέρεται σε πρόσωπο )
θλιά (η) : α. η θηλιά με σκοινί, β. θλιάσκα (ρ) τυλίχτηκα με σχοινί.
θλίκʼ (του) : α. κουμπότρυπα, β. θλικώνου (ρ.) = 1. κουμπώνω, 2. πιάνω κάποιον σε παγίδα.
θρασκιάς : βόρθιος άνεμος ,βαρδάρης
θύρα (η) : α. η εσωτερική πόρτα, β. η πόρτα του δωματίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου