Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

Μ


μά (επιφ.) : μαμά.
μαβράδʼ : α. η κόρη του ματιού, β. μετ. το μελαχροινάκι, γ. το μαύρο στίγμα στο δέρμα, δ. το μαύρο μικρό έντομο.
μαγαρσιά (τα) : α. κόπρανα (Παπασιώπης), β. μαγαρζμένους (επίθ.) 1. ο λερωμένος, 2. αυτός που αλλαξοπίστησε (lias : από το αγαρινός*).
μαγκάλʼ (του) : α. πλατιά σιδερένια λεκάνη με πόδια όπου έμπαινε η θράκα για θέρμανση δωματίων.
μαγκάνʼ (του) : α. ο σφικτήρας, β. το τελάρο των κεντημάτων, γ. μαγκώνου (ρ.) = αρπάζω.
μαγλίκʼ : α. μεταξωτός επίδεσμος από το σαγόνι ως την κορφή της γυναικείας κεφαλής, β. (σημ. lias : το φορούσαν οι αρραβωνιασμένες της παλιάς Κοζάνης), γ. Προέλευση : από το μάγουλο.
μαγειργιό (του) : α. η κουζίνα του σπιτιού (συνήθως έξω από το σπίτι), β. το λαϊκό εστιατόριο, γ. μαγέριμα (του) = το μαγείρεμα, δ. μαΐρσα και μαέρσα (η) = 1. η μαγείρισσα, 2. μετ. η καταφερτζού, 3. η τεχνίτρα και μερακλού.
μαγκουσάρα :αυτή που γυσεργιαναει συνέχεια
μαγρισμα : δυνατό νιαούρισμα
μαζώνου (ρ.) α. = συγκεντρώνω, β. τακτοποιώ, γ. αποταμιεύω, δ περιορίζω, ε. (τς) μαζώνου (ρ.) = τρώω ξύλο, στ. μαζώξʼ! (προστ.) = μην εξαχρειώνεσαι, ζ. (του) μαζώνου = φεύγω, η. μάζουμα (του) = η συνάθροιση, θ. τακτοποιώ, η. συμμαζεύω, θ. Προέλευση : από το ελνστ. μάζα, πηγή : ΑΠΘ.
Μαιμάρσα ; μαλαγάνα, καπάτσα
μαϊμού (η) : α. η μαϊμού, β. μετ. ο πονηρός ή κακός άνθρωπος, γ. μετ. ο ατσούμπαλος, δ. μαϊμένου (επίθ.) = το παλιόπαιδο.
μαλαθούνα :μεγάλο κεφάλι
μαϊμαρλούθκα :μαϊμοίστικα ,καλοπιάσματα
μαϊντάνʼ και μεϊντάνʼ (του) : α. δημόσιος χώρος, β. Φράση : «βγήκιν στου μαϊντάνʼ» = πολιτεύεται, γ. Προέλευση : από το τουρκ. meydan, πηγή : ΑΠΘ.
Μαΐσιους (επίθ.) : α. ο μαγιάτικος, β. μετ. ο αλλεργικός ανοιξιάτικος βήχας, γ. μαϊάτκα (τα) = τα πρωτολούλουδα, τα λουλούδια που ανθίζουν τον Μάιο, δ. μαΐσιου (του) = το κρασί από βαρέλι που ανοίγεται το Μάη συνήθως το τελευταίο).
μακαβάς (ου) : α. το χοντρό πεπιεσμένο χαρτόνι, β. είδος κόντρα πλακέ.
μακαράς (ου) α. το καρούλι κλωστής, β. ο τροχός, η τροχαλία, γ. ο επισκευαστής τροχών, ρουλεμάν κτλ.
μακάτʼ (του) : α. κεντημένα εργόχειρα που στρώνονται διακοσμητικά στο τραπέζι, τα ερμάρια, τους καναπέδες κτλ. β. (Ηλιαδ. : μακάτια = λευκά κεντητά «καρρέ» που έστρωναν επάνω στα μακριά μαξιλάρια πάνω στα μιντιρλίκια* σε επαφή κολλητά στον τοίχο.
μακιδουνίσʼ : α. ο μαϊντανός, β. μετ. το εκλεπτυσμένο, γ. (σημ. lias = Προέλευση : από το Μακεδονία, διότι οι αρχαίοι Μακεδόνες έτρωγαν μαϊντανό πριν τη μάχη για να τονωθούν).
μάκινα (η) : α. η ραπτομηχανή, β. μηχανισμός για το στρογγύλευμα του φεσιού, γ. Το φυτίλι της γκαζόλαμπας και της γκαζιέρας (αγγλ. mashine).
μάλαμα (του) : α. το χρυσάφι, β. μετ. ο εξαιρετικά καλός άνθρωπος, γ. Προέλευση : από το ελνστ. μάλαγμα, πηγή: ΑΠΘ.
μαλάς (ου) : α. το μυστρί, β. εργαλείο για ανακάτεμα (λάσπης, ζύμης κτλ. – Δημητράκος), γ. μετ. ο ανακατωσούρας.
μάλια (η) : α. ο τερματοφύλακας, β. μαλιόμπακα (η) = ο τερματοφύλακας που έπαιζε και ως αμυντικός ελλείψει άλλων παικτών.
Μαλαθούνα : Οικιακό σκευος ( έτσι λέμε κάποιον που έχει μεγάλο ,βάρβαρο , κεφάλι
μαλλί (του) : α. το έριον, το μαλλί, β. μετ. το χρήμα σε μετρητά, γ. ως επιρ. = τίποτε, καθόλου, (φράση : «μαλλί τα πάρς» = δραχμή δεν θα πάρεις), δ. μαλλίτκους (επίθ.) = ολόμαλλος, ε. μαλλιώτου (του) = μάλλινη μπέρτα ή ζακέτα.
μαλαθούνα : μεγάλο κεφάλι
μάλτα (η) : α. χονδρό και ανθεκτικό ύφασμα, β. (lias : όπως αυτό των σημερινών μπλού τζήνς).
μαμαγκούτα (η) : το βρομόχορτο.
μαμάκα (η) : η μητέρα ( μα-μάκα).
μαμαλίγκα (η) : α. είδος εδέσματος (χυλός) με καλαμποκίσιο αλεύρι και λίπος, β. δόλωμα για ψάρεμα με αλεύρι καλαμποκιού, γ. πολτός καλαμποκάλευρου.
μάντζια :  ποσότητα φαγητού για ένα γεύμα μιας οικογένειας
Μασκαραλικ(ι) : ντροπή
Μασλάτ(ι) : διήγηση ,ανέκδοτο ,αστείο
μανάρʼ (του) : α. το αρνί που καλοταϊζόταν για το Πάσχα ή για εξαιρετικές περιπτώσεις, β. μετ. το καλομαθημένο παιδί, γ. ο Βενιαμίν της οικογένειας, δ. το θρεφτάρι, ε. Προέλευση : από το μάνα.
μάναχουζουμ : α. μόνος μου, β. μοναχός μου (χωρίς βοήθεια) έκανα κάτι.
μανιφατούρα (η) : α. κυρ. το εργοστάσιο (από το αγγλ. manufacture), β. στην Επανομή εννοούν τον άνθρωπο που δημιουργεί χίλιες δύο δικαιολογίες για κάτι.
μανούρα (η) : α. η περίπλοκη κατάσταση, β. η δυσκολία, γ. ο μπελάς, δ. η φασαρία.
μανταλίδʼ (του) : το τούβλο (lias : παλιά γινόταν χωρίςενδιάμεσες τρύπες).
μανταλώνου (ρ.) : α. σφραγίζω την πόρτα εσωτερικά με χοντρό καδρόνι ή σιδερένια ράβδο, β. μάνταλου (του) = 1. το καδρόνι ή η σιδερένια βέργα της πόρτας, 2. ο σύρτης, γ. Προέλευση : από το βυζ. μάνδαλον, πηγή : ΑΠΘ.
μαντάρα (επίρ.) : α. γυαλιά – καρφιά, β. άνω κάτω, γ. (ουσ.) = μεγάλο μανιτάρι, δ. (Δημητράκος = τόπος αποψιλωμένος δέντρων), ε. Προέλευση : από το ελνστ. μαδαρώ = γυμνώνω, πηγή : Δημητράκος.
μαντέκα (η) : α. αλοιφή για τη στερέωση του μουστακιού, β. (ιταλ. manteca, πηγή : ΑΠΘ).
μαντζαφλάρʼ (του) : α. το ανταλλακτικό που δεν γνωρίζουμε ή έχουμε ξεχάσει την ονομασία του, β. το εξάρτημα, γ. το μαραφέτι.
Μασάλ(ι) : αστεία διηγηση
 ματζιούνʼ (του) : α. παχύρρευστο γλυκό παρασκεύασμα, β. πρακτικό φάρμακο, γ. (Παπασιώπης : = φάρμακο που διαλύεται γλειφόμενο, παστέλι, έκλειγμα αρχ.), δ. Προέλευση από το τουρκ. macun = θεραπευτικό παρασκεύασμα με ζάχαρη, πηγή : ΑΠΘ.
μαντζίρς (επίθ.) : α. ο τσιγκούνης, β. ο κακόμοιρος, γ. Προέλευση : από το τουρκ. muhasir = πρόσφυγας, πηγή : ΑΠΘ.
μάντου (η) : η μεγάλη.
μαντουμπάλα (η) : η τεράστια κεφτέδα, (πηγή : Κακραμάντς).
μαξούς (επίρ.) : α. σκόπιμα, β. επί τούτω, γ. επίτηδες, δ. Προέλευση : από το τουρκ. maksus, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ 256, ε. (Μαλούτας : μάξους από το τουρ. mahsus).
μάρʼ (επιφών.) : α. καλέ, β. μαρή, γ. αγενές κάλεσμα γυναίκας ή κοριτσιού, δ. (Παπασιώπης [τότι κι τώρα] : Προσφώνησις γυναικών εκ μέρους και ανδρών και γυναικών), ε (σημ. lias : τους άνδρες οι μεν γυναίκες τους προσφωνούν μπρε, οι δε άνδρες με το ρα ή αρά).
μαραφέτʼ και μουραφέτʼ (του) : α. το εργαλείο, β. ο μηχανισμός, γ. το κόλπο, δ. η μέθοδος, ε. η επιδεξιότητα, στ. εργαλείο που αγνοούμε την ονομασία του, ζ. Προέλευση : από το τουρκ. marifet = επινόηση, μηχάνημα, πηγή : ΑΠΘ, η. δες και μαντζαφλάρʼ*.
μαριόλτς και καργιόλτς (επίθ.) : α. ο κατεργάρης, β. ο πονηρός, γ. Προέλευση : από το ιταλ. mariol = απατεώνας, πηγή : ΑΠΘ.
μαρουδίτσα : το έντομο πασχαλίτσα
μάρκα (η) α. η τρικλοποδιά, β. (μετ.) = ο έξυπνος, γ. ο άνθρωπος που σημειώνει την εξέλιξη του σκορ κάποιας αναμέτρησης, δ. Προέλευση : ιταλ. marca, πηγή : ΑΠΘ.
μαρκάλα (η) προβατίνα που είναι στον καιρό της πλέον να γονιμοποιηθεί.
μαρμάγκα (η) : α. είδος δηλητηριώδους αράχνης, β. μετ. η τυράνια αλλά και το μεγάλο κακό, γ. Φράση : «μʼ έφαγιν η μαρμάγκα» = έλιωσα στη δουλειά, παιδεύτηκα πάρα πολύ.
Μάρτς (ου) : α. ο Μάρτιος, β. μάρτς (ου) = ασπροκόκκινη μάλλινη κλωστή με τρύπιο κέρμα που βάζουν στα παιδιά σαν βέρα στο δάχτυλο ή βραχιόλι στο χέρι τις παραμονές του μήνα για να μη τα μαυρίσει ο δυνατός μαρτιάτικος ήλιος, γ. "μάρτʼ-μάρτʼ-μαρτʼ" (φράση) = το ξεγέλασμα την 1η Μαρτίου και όχι την Πρωταπριλιά όπως γίνεται αλλού, γ. (Σημ. lias = Ο Μάρτιος ήταν ο πρώτος μήνας του Ρωμαϊκού έτους).
μαρχάλιμα (του) : α. η ερωτική θωπεία, β. (από Βανίδη στο «Χρόνο», Φ. 2705).
μάσα (η) : α. τραπέζι και φαγητό (ΑΡ), β. χαμηλό τραπέζι μπροστά στο τζάκι, γ. μάγκικη λέξη της Νεοελληνικής που σημαίνει φαγητό, δ. Προέλευση : από το αρχ. μάσησις, πηγή Π.Λ.Μπ.
μασάλια (τα) (lias : στον πληθ. γιατί πάντοτε ήταν πολλά) : α. οι σαχλαμάρες, β. οι διηγήσεις με υπερβολές, γ. τα παραμύθια, δ. τα ανέκδοτα, τα αστεία, ε. Προέλευση : από το αραβ. mesel = ψέμα, πηγή : ΑΠΘ.
μασάτʼ (του) : α. στρόγγυλο ατσάλινο ακονιστήρι των χασάπηδων, β. μακρύ σκληρό σίδερο για να ακονίζουν τις κόρδες οι βυρσοδέψες, γ. ( τουρκ. masat).
μασιά (η) : α. χοντρή λαβίδα για το πιάσιμο των αναμμένων κάρβουνων, (σημ. lias : πιο μεγάλη και πιο βαρά από το τσιμπίδι), β. Προέλευση : από το τουρκ. masa, πηγή : ΑΠΘ.
μασιαλάς : 1φωτιστικό εποχής (ένα τενεκδάκι με στουπί βρεγμενο με πετρέλαιο) ,2 δαυλός
μασκαράς (επίθ.) : α. το καρναβάλι , β. ο μεταμφιεσμένος, γ. αυτός που κάνει ανεπίτρεπτες πράξεις ή λέει πρόστυχα λόγια, δ. μασκαραλίτκα (τα) = 1. τα πρόστυχα λόγια ή πράξεις, 2. τα ρεζιλίκια, δ. μασκαρεύου (ρ.) = ντροπιάζω, (φράση : «μάρʼ κουρίτσι μʼ μας μασκάριψις σʼ όλουν τουν ντουνιά» = κορίτσι μου μας ντρόπιασες στην κοινωνία, ε. Προέλευση : από το ιταλ. mascara, πηγή : ΑΠΘ.
μασλάτια (τα) : α. η συνομιλία χωρίς ουσία, β. τα λόγια, γ. οι φλυαρίες, δ. οι κουβέντες, ε. μασλάτας (ου) = 1. ο πολυλογάς, 2. ο φλύαρος, στ. μασλατέβου (ρ.) = 1.κουβεντάζω, 2. φλυαρώ ακατάπαυστα, ζ. (lias : μου ειπώθηκε και η ερμηνεία : μιλώ σιγανά κρύβοντας κουβέντες. Να προέρχεται από το μασουλώ; Διερεύνηση).
μασούρʼ (του) : α. ο κύλινδρος, β. ποσότητα μαλλιού τυλιγμένη σε καλάμι ώστε να μπει στη σαΐτα για τον αργαλειό ή την ραπτομηχανή, γ. δεσμίδα μετρημένων και ισόποσων νομισμάτων σε χαρτί, δ. Φράση : «έχʼ τρανό μασούρʼ αυτός!» = είναι πολύ πλούσιος.
μαστέλα (η) : α. πλατύς μεγάλος κουβάς ή σκάφη, (lias : προορίζονταν για το μούλιασμα των στεγνών ή ξεραμένων αντικειμένων, όπως τα δέρματα των βυρσοδεψών) γ. Προέλευση : από το αρχαίο μαστός = ποτήρι, πηγή : ΑΠΘ.
μάστουρας (επίθ.) : α. ο εξειδικευμένος τεχνίτης, β. ο επικεφαλής του συνεργείου, γ. ο δάσκαλος κάποιας τέχνης, δ. μαστιόρʼ (οι) = το συνεργείο τεχνιτών, ε. μαστουργιά (η) = 1. η τέχνη, 2. η κατασκευή από επιδέξιο τεχνίτη, στ. μαστουρέβου (ρ.) = κατασκευάζω κάτι με επιτυχία σαν να ήμουν ειδικός, ζ. Προέλευση : από το ελνστ. μαγίστωρ, πηγή : ΑΠΘ, (lias : παράβαλε με το αγγλικό master, γιατί οι Άγγλοι έχουν λεξιλόγιο 300.000 λέξεων εκ των οποίων οι 60.000 είναι ελληνικές [δες το σχετικό δημοσίευμα στο giapraki.com] ενώ ή ελληνική έχει άνω του 1.500.000 εκατομ. Το γράφω αυτό για να δείτε τι πνευματικό πλούτο διαθέτουμε αλλά και γιατί ακούω κάτι νεαρούς ειδικά να ελληνοποιούν εγγλέζικες λέξεις όπως το φρικιό από το αγγλ. freak. Από το φρικτός είναι παλικάρια μου! ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΑΤΟ).
μάστα (ρ. προστ.) : α. μάζεψε τα πράγματά σου και φύγε, β. φύγε και άφησέ τα όπως είναι.
μαστραπάς (ου) : α. μικρό αλουμινένιο δοχείο με χερούλι για τη μεταφορά νερού, β. Προέλευση : από το τουρκ. masrapa, πηγή : ΑΠΘ.
ματάγκιασμα : μεταφέρω 
μάτκα (η) : ξύλινο εργαλείο για το χτύπημα του γάλακτος ώστε να βγει το βούτυρο, (σημ. lias : έμοιαζε με κουπί).
ματσόλα (η) : α. ξύλινη βαριοπούλα, β. Προέλευση : από το ιταλ. mazzola, πηγή : ΑΠΘ.
ματσούκʼ (του) : α. χοντρό ραβδί, β. η γκλίτσα, γ. Φράση : «έφαγιν ένα ματσούκʼ» = έφαγε γερό ξύλο, δ. ματσκώνου (ρ.) = χτυπώ δυνατά με το ματσούκʼ, ε. Προέλευση : από το ιταλ. mazzoca, πηγή : ΑΠΘ.
ματσιαλίζου : μασάω
μαυρουχαχαλιασι :σκυλογέρασε
ματχιάζου (ρ.) : α. σημαδεύω, β. έχω κάτι υπʼ όψιν με σκοπό να το αποκτήσω, (φράση : «μάτχιασα ένα φουστάνʼ!»), γ. βασκάνω, δ. ματιάζω.
μαυρίτσα (η) : η μαύρη κηλίδα στο πρόσωπο.
μαυρουτσούκαλου (επίθ.) : (ειρων.) ο μελαψός.
μαυρουχαρχαλιασμένους (επίθ.) : α. ο ταλαίπωρος, β. ο καταβεβλημένος από αρρώστια ή από βάσανα, γ. ο αδύνατος, δ, Προέλευση : από το μαύρο+χάλι.
μαχαλάς (ου) : α. η συνοικία, β. η γειτονιά, γ. προέλευση : από το τούρκ.<αραβ. mahall, πηγή : ΑΠΘ.
μαχμάρς (επίθ.) : α. ο αργοκίνητος, β. ο τεμπέλης.
μάξους :επίτηδες
μιθαύρου : του χρόνου
μιλάθκι : μήπως
μιλιέτ(ι) :ζιζάνιο
μίρλα : γκρίνια ,κλάψα
μιριμιτώ : διορθώνω
μισάλ(ι) : πετσέτα φαγητού
μισιακό : συνεταιρικό
μλάρ(ι) :μουλάρι
μλώνου : σιωπώ
μπουρλιάζου : τρυπώ πολύ δυνατά ( ..τον μπούρλιασι με του καρπουλόϊ..)
μουαμπέτʼ (του) : α. το γλεντοκόπημα, β. η διασκέδαση, γ. συζήτηση(Μαλούτας : μουαμπέτʼι = καλαμπούρι, διασκέδαση ευθυμία, από το τουρκ. muhabbet = στοργή, συμπάθεια, καλαμπούρι), δ. μουαμπέτλις (ου) = ο Πολυλογας
μουκαϊτσιά (η) :ευκαιρία
μουλαϊμσι : κάλμαρε , ησύχασε
μόκου (επίρ.) : α. σιωπή, β. τσιμουδιά, γ. δες και μούκο*.
μουκουσιά (η) : η μπουκιά (ψωμιού, κρέατος κτλ.).
μουλουγώ (ρ.) : α. ομολογώ, β. αφηγούμαι, γ. εξιστορώ, δ. (lias : στα βαπτίσια μετά τη ανακοίνωση του ονόματος έβαζαν στο πέτο του καθενός ένα σταυρουδάκι κι εκείνος απαντούσε «μουλουγώ», που σήμαινε ότι είμαι μάρτυρας του ονόματος), ε. μουλουγμός (ου) = η ομολογία, στ. Φράση : «ιτούτα τα θκά μας μουλουγμόν δεν έχνʼ» = τα καμώματά μας δεν πρέπει να κοινοποιηθούν, πρέπει να αποσιωποιηθούν.
μουλουμουτώ :παραμιλώ
μουλουχτός (επίθ.) : α. ο ύπουλος, β. αυτός που δεν γίνεται αντιληπτός, γ. αυτός που ενεργεί παρασκηνιακά.
μλώνου (ρ.) : α. σιωπώ, β. βουβαίνομαι, γ. Προέλευση : από το αρχ. μύλλον = το χείλι, πηγή : Π.Λ.Μπ.
μουνιάζου (ρ.) : α. συμφιλιώνω, β. διασταυρώνω ζώα (φράση : «μην τα πειράιζʼς, μουνιάζνʼ» = μη τα ενοχλείς γιατί ερωτοτροπούν), γ. βρίσκω το ταίρι κάποιου αντικειμένου [π.χ. δεξιό και αριστερό παπούτσι, κάλτσα κτλ. μαύρο με μαύρο και καφέ με καφέ κοκ.
μουνίκακας (ου) : α. ο ρομαντικός, β. ειρων. ο αφηρημένος από έρωτα, γ. αυτός που ενώ προσπαθεί δεν έχει ερωτικές επιτυχίες.
μουνόκιρα: συνεργα για ξεμάτιασμα
μουργέλα (η) : α. η πρόσκαιρη τεμπελιά, β. η σπαρίλα, γ. η βαρεμάρα, δ. Προέλευση από το αρχ. αμόργη, πηγή : ΑΠΘ.
μούργους και μούργκας = το μαύρο λερωμένο τσομπανόσκυλο, ε. Προέλευση : από το αρχαίο αμόργη, πηγή : ΑΠΘ.
μουρντάρς (επίθ.) : α. ο μπερμπάντης, β. ο βρομιάρης, γ. ο πρόστυχος, δ. ο γυναικάς, ε. μουρνταρέβου (ρ.) : λερώνω, στ. μουρντάρου (η) = 1. = ανοικοκύρευτη, 2. η άπιστη γυναίκα, ζ. Προέλευση : από το τουρκ. murdar = βρομιάρης, πηγή : ΑΠΘ.
μουρσιώνου (ρ.) : α. χτυπώ και τραυματίζω κάποιον στη μύτη γεμίζοντάς τον με αίματα, β. μούρσιουμα (του) = η αιμορραγία της μύτης, γ. μουρσιώνουμι (ρ.) = ματώνωμαι στο πρόσωπο (στη μούρη).
Μουρουκς : μουλοχτός ,κλειστός τύπος ανθρώπου , μονόχνωτος
μουρτζουλώνου (ρ.) : α.. κάνω μουντζούρες, β. σβήνω κάτι με μαύρη μπογιά, γ. λερώνω με μαύρη μπογιά, δ. μούρτζιους (επίθ.) = ο βρωμισμένος με μαύρες μπογιές, ε. μουρτζαλιές και μουρτζούλις = οι μουντζούρες.
μούρσιμα : συνήθια
μουρτζούλα : μουτζούρα
μουσαφίρς (επίθ.) : α. ο φιλοξενούμενος, β. ο επισκέπτης, γ. ο καλοδεχούμενος επισκέπτης, δ. μουσαφιργιό (του) = η φιλοξενία, ε. Προέλευση : από το σύνθ. μούσα+φέρω, πηγή : Π.Λ.Μπ.
μουσκουβουλνώ : (ρ.) : α. μοσχοβολώ (στο σώμα μου), β. αρωματίζω το χώρο.
μουσκουλούλδου και μουσκόλδου (του) : α. η βιολέτα, β. το μοσχολούλουδο (λουλούδι που ανθίζει πασχαλιάτικα με κίτρινο και μοβ χρώμα).
μούσκλουμα : θύμωμένος
μουσμούλς (επίθ.! : α. ο άνθρωπος που τα ψειρίζει όλα, β. ο λεπτολόγος, γ. αυτός που ψάχνει κρυφά σε ξένα σπίτια, δ. ο καχύποπτος, ε. (Μαλούτας : αυτός που ψάχνει στα κρυφά).
μουζντραβίτσα : μυρκικιά
μουστρόφλους : ανεμοστρόβιλός
μο΄θτσιανού : μικρό
μούτσκα : μούρη
μουστιρής (ου) : α. ο ενδιαφερόμενος να αποκτήσει κάτι, β. ο πελάτης, γ. ο αγοραστής, δ. Προέλευση : από το τουρκ. musteri, πηγή : ΑΠΘ.
μουστόπτα (η) : α. η μουσταλευριά, β. μετ. ο αφελής, γ. μουστουπτιάης (επίθ.) = 1. ο ήρεμος άνθρωπος, 2. ο πλαδαρός.
μούτκους ( επίθ.) : α. ο ψιθιριστός λόγος, β. μετ. η σιγανοπαπαδιά, γ. ο κρυψίνους, δ. μουτάθκα (ρ.) = 1. βουβάθηκα, 2. το βούλωσα, ε. μούτκα (επίρ.) = 1. ύπουλα, 2. κρυφά, στ. μουτιαμάκας (επίθ.) = ο τσεβδός, ζ. Προέλευση : από το αρχ. μυτός = αλαλία, βουβαμάρα, πηγή : Π.Λ.Μπ.
μούτους (επίθ.) α. ο μουγκός, β. ο λιγομίλητος, γ. Φράσεις : «μούτους τσίντσιρας» = άνθρωπος που άλλο δείχνει κι άλλο είναι, «τα σι δώσου να σι φάει ου μούτους!» = εκφοβισμός μικρού παιδιού, γ. Προέλευση : από το αρχ. μυτός = αλαλία, πηγή : Π.Λ.Μπ., δ. Μαλούτας : βωβός [από το λατ. mutus], ε. ίδιο με το μούτκους*.
μούτρου (του) : α. το πρόσωπο, β. άνθρωπος με άσχημη φήμη, ο κατεργάρης ή ο πρόστυχος, γ. η «φάτσα».
μούτσα (η) : α. το πρόσωπο, β. η φάτσα, γ. τα μούτρα, δ. τα μάγουλα, ε.
μούτσιανα (τα) = τα μικρα πραγματα
μουτσιαλνώ (ρ.) =. μασουλώ την τροφή χωρίς να την καταπιώ, β. μετ. μπερδεύω ή μασώ τα λόγια μου, γ. (σημ. lias : παλαιότερα που δεν υπήρχαν μπλέντερ κτλ. οι μαμάδες μασουλούσαν τις σκληρές τροφές ώστε να πολτοποιηθούν για να μπορέσει να τις φάει το βρέφος ή το μωρό).
μουτζουκλέου ( ρ.) : α. ψευτοκλαίω, β. κλαψουρίζω.
μουφλούιζʼς (επίθ.) : α. ο αναξιόπιστος, β. ο αποτυχημένος, γ. ο κακομοίρης, δ. ο δύσμοιρος, ε. ο φτωχός, στ. μουφλουζεύου (ρ.) πέφτω έξω, ζ. Προέλευση : από το τουρκ. muflis = φτωχός, πηγή : ΑΠΘ.
μούχλιαρς (επίθ.) : α. ο βαριεστημένος, β. ο άνθρωπος που δεν προσπαθεί, γ. άτομο που βαριέται ή αδρανεί, δ. ο στάσιμος, ο χωρίς εξέλιξη και προοπτική άνθρωπος, ε. ο βραδυκίνητος, στ. Προέλευση : από το αρχαίο ομίχλη = σκοτεινό σύννεφο, πηγή : ΑΠΘ.
μπαγδαντί (του) : α. τοίχος ή ταβάνι με λεπτή ξυλεία σοβατισμένος με ασβεστοκονίαμα, β. Προέλευση : από το Βαγδάτη, πηγή : ΑΠΘ, γ. (τουρκ. bagdati, πηγή : ΑΠΘ).
μπαζμάς (ου) : α. βαμβακερό εμπριμέ ύφασμα, το τσίτι, β. ποικιλία πλατύφυλλου καπνού, γ. Προέλευση : από το τουρκ. basma, πηγή : ΑΠΘ.
μουζντραβίτσα (η) : α. καλοήθες δερματικό εξόγκωμα που μοιάζει με κρεατοελιά αλλά είναι σγουρή, σαν κολλιτσίδα, β. η μυρμηγκιά.
μπαϊάτκους (επίθ.) : α. ο παλιωμένος, β. ο ξεπερασμένος, γ. Φράση : «μπαϊάτκου λείψανου» = βρισιά, δ. Προέλευση : από το τουρκ. bayat, πηγή : ΑΠΘ.
μπαϊλτζμα (του) : α. η εξάντληση, β. η λιποθυμία λόγω κόπωσης, γ. μπαϊλντώ (ρ.) = κουράζομαι υπερβολικά ψυχικά και σωματικά, δ. Προέλευση : από το τουρκ. bayilmak = λιποθυμώ, πηγή : ΑΠΘ.
μπαϊρʼ (του) : α. το παρατημένο χωράφι, αμπέλι κτλ. β. το ακαλλιέργητο, γ. Προέλευση : από το τουρκ. bayir, πηγή : ΑΠΘ.
μπαϊράκʼ (του) : α. το λάβαρο, β. η πολεμική σημαία, γ. η επανάσταση, δ. ο ξεσηκωμός, ε. Προέλευση : από το τουρκ. bayrak, πηγή : ΑΠΘ.
μπάκα (η) : α. η φουσκωμένη κοιλιά, β. Προέλευση : από το αλβ. baka, πηγή : ΑΠΘ.
μπάκακας (ου) : α. ο βάτραχος, β. μετ. ο γλοιώδης άνθρωπος, γ. μπακακέλʼ (του) = ο φρύνος, δ. σε φράση : τα μπακακέλια = το περπάτημα με τα τέσσερα (πόδια & χέρια), ε. Προέλευση : από το βυζ. βάβακος, πηγή : ΑΠΘ.
μπακάλς (επίθ.) : α. ο παντοπώλης, (τουρκ. bakkal = παντοπώλης), β. μπακαλίσιους (επίθ.) = ο πρόχειρος ή ο έτοιμος για κατανάλωση.
μπακιά (επίρρ.) : α. μεθεορτίως, β. 40ήμερο μετά τη γιορτή που δέχονταν επισκέψεις για την ονομαστική γιορτή.
μπακούρʼ (του) : α. μετ. ο εργένης, ο ανύπαντρος, (lias : γιατί ο χαλκός πρασινίζει εύκολα), β. Φράση : «απόμνιν μπακούρʼ» = έμεινε ανύπαντρος.
μπακʼρʼ (του) : α. ο χαλκός, β. κάθε χάλκινο αντικείμενο ανεξαρτήτως μεγέθους, γ. μπακιρέινιους (επίθ.) = ο χάλκινος, δ. μπακιρτζής (ου) = ο χαλκουργός, ε. μπακʼργια (τα) = τα χάλκινα σκεύη, στ. (lias : ο τόνος στο «κ»).
μπακράτσʼ (του) : α. χάλκινο μικρό δοχείο νερού με στρόγγυλο χερούλι (όχι με λαβή), β. μπακράτσας (επίθ.) = 1. ο ανήμπορος, 2. ο δυσκίνητος, γ. μπακρατσούλʼ (του) = το μικρό μπακράτσʼ, δ. Φράσεις : «πάει ου μπακράτσας στα Γιαντσά, κʼ ίφιριν μήλα παρδαλά» = λόγω της ανημπορίας του τα έφερε όλα σάπια, "του βαρένʼ του μπακράτσʼ" = είναι πόρνη ή κίναιδος.
μπάμπα :κοιλιά
μπαλαμιά (η) : α. η αμυγδαλιά, β. μπαλάμʼ (του) = το αμύγδαλο, γ. Μπαλαμνιές (οι) = η περιοχή ανατολικά του Αγίου Δημητρίου, δ. Προέλευση : από το αρχαίο βάλανος, πηγή : Π.Λ.Μπ.
μπαλένα (η) : α. έλασμα για τη σταθεροποίηση του γιακά, β. (Δημητράκος : από το μπαλαίνα = φάλαινα).
μπαντίρς (επίθ.) : α. ο φουκαράς, β. ο μπατίρης, γ. αναξιοπαθών άνθρωπος, δ. (Μαλόυτας : μπαλντʼρς).
μπάμπαλου (του) : α. μικρό μόριο κάποιας ύλης, β. το μικρό σκουπίδι, γ. (Νιάνια : μπάμπαλα = κόκκοι άμμου ή χαλίκια).
μπαμπάτσκους (επίθ.) : α. ο δυνατός, β. ο εύρωστος, γ. ο τολμηρός, δ. ο άφθονος.
μπαμπατζιάμʼ (επίθ.) : α. ο τεράστιος, β. δυνατός, γ. μπαμπατζιάμδις (οι) = τα φασόλια γίγαντες
μπάμπου (η) : α. γριά γυναίκα, β. μπάμπιασα (ρ.) = γέρασα, γ. μπαμπίτκα (τα) = τα γεροντίστικα (λόγια, συνήθειες, ρούχα κτλ.), δ. Προέλευση από το σλάβ. babo, πηγή : ΑΠΘ., ε. (σημ. lias : γιατί όχι από το παμπάλαιον;).
μπάρα (η) : α. λακκούβα γεμάτη με νερά, β. Προέλευση : από το σλαβ. bara, πηγή : ΑΠΘ.
μπαρμπαρόριζα (η) : το φυτό αρμπαρόριζα (πελαργόνιον το ηδύοσμον).
μπασιαρντω : πετυχαίνω
μπαρμπατζιάκους : ο πρόστόμαχος της κότας
μπαρμπιρίζουμι (ρ.) : α. κουρεύομαι και ξυρίζομαι, β. Προέλευση : από το ιταλ. barbier, πηγή : ΑΠΘ.
μπουρμπουλώνουμι (ρ.) : α. κρεβατώνομαι και τυλίγομαι με την κουβέρτα σφιχτά, β. τυλίγομαι με τα ρούχα μου για να μη κρυώσω, γ. κουκουλώνομαι.
μπασιάς (ου) : α. ο άρχοντας, β. ο αρχοντάνθρωπος, γ. ο προεστός.
μπασκίνας (α) : α. ο χωροφύλακας, β. μπασκʼνʼ = η αστυνομική έρευνα, γ. Προέλευση : από το τουρκ. baskin = ξαφνική αστυνομική επιδρομή, πηγή : ΑΠΘ ),
μπατάκʼ (του) : α. ο βούρκος, β. ο απατεώνας, γ. το ζαβολιάρικο μικρό παιδί.
μπατακτσής (επίθ.) : α. ο απατεώνας, β. ο ζαβολιάρης γ. ο κακοπληρωτής, δ. ο κλέφτης στο ζύγισμα ή την συναλλαγή, ε. Προέλευση : από το τουρκ. batakci, πηγή : ΑΠΘ.
μπατζαρόπτα (η) : πίτα με γέμιση από παζιά.
μπατζιανάκς (ου) : α. οι σύζυγοι δύο αδελφάδων, β. Προέλευση : από το τουρκ. bacanak, πηγή : ΑΠΘ.
μπάτζιους (ου) : α. είδος άπαχου, αλμυρού και σκληρού είδος τυριού κατωτέρας ποιότητος, (κατά το παρελθόν), γευστικότατο και περιζήτητο είδος τυριού σήμερα, β. μπατζιόσταμνα (η) = μετ. ο πολύ ανόητος άνθρωπος, γ. (lias : κάποιο παλιό τυροκόμο απʼ τον οποίο προμηθευόταν ο πατέρας τα τυριά του μαγαζιού μας, τον αποκαλούσαν μπατζιό επειδή (μου εξηγήθηκε) ήταν πολύ καλός τεχνίτης στα σκληρά τυριά, [μπάτζιο, κεφαλοτύρι κλπ.]).
μπαφχιάζου (ρ.) : α. κουράζομαι, β. αποβλακώνομαι, γ. ζαλίζομαι από τον καπνό του τσιγάρου, της σόμπας κλπ., δ. (ιταλ. bafa = πνιγηρή ατμόσφαιρα, δύσπνοια, πηγή : ΑΠΘ).
μπάχαλου (του) : α. η οχλαγωγία, β. η συγκεχυμένη φασαρία, γ. η αποτυχία, δ. Φράση : «τάκαμάμι μπάχαλου» = αποτύχαμε.
μπαχαριά :ευθύνη
μπάχανα (τα) : α. τα χαχανητά, β. Φράση : «χάχα – μπάχα» = αστειολογίες.
μπαγλαμάς (ου) : α. το λαϊκό όργανο, β. μετ. ο βλάκας ή ο αναξιόπιστος άνθρωπος.
μπαχτσές (ου) : α. το περιβόλι, β. ο κήπος, γ. μπαχτσιαβάνους (ου) = ο καλλιεργητής λαχανικών, δ. μετ. ο καλόκαρδος, ε. Προέλευση : από το τουρκ. bahce = λαχανόκηπος, πηγή : ΑΠΘ.
μπαχτσίσʼ (του) : α. το φιλοδώρημα, β. το κέρασμα σε χρήμα, γ. το δώρο, δ. Προέλευση : από το τουρκ. bahsis, πηγή : ΑΠΘ.
μπεζαχτάς και μπιζαχτάς (ου) : α. το ταμείο, β. η περιουσία, γ. Προέλευση : από το τουρκ. bezahta, πηγή : ΑΠΘ.
μπέλα (η) : α. η κουνίστρα (πρόστυχη) γυναίκα, β. η κούνια των παιδιών.
μπιρντακ ;ξύλο
μπιλιά ουράτσα : είδα κι έπαθα..
μπιλιούκ(ι) : πολλά πράγματα μαζί
μπίλους : η μεγάλη μπίλια
μπινιβρέκ(ι) : το πάνω μέρος από τα τσιαξίρια
μπιρικιάτ(ι) :πάλι καλά ας είμαστε ευχαριστημένοι
μπεχλιβάντς και πεχλιβάντς (ου) : α. ο παλληκαράς, β. ο γενναίος.
μπιέντζα (ρ.) : α. μπράβο σε ζηλεύω, β. προσπαθώ να μοιάσω κάποιον ανώτερό μου, γ. Φράση : «σι μπιέμτσα» = σε ζηλεύω με την καλή έννοια του όρου, δ. Προέλευση : από το γαλλ. bien, πηγή : Π.Λ.Μπ.
μπιζιβένγκς (επίθ.) : α. ο μασκαράς, β. ο πονηρός, γ. ο παλιάνθρωπος, δ. ο ρουφιάνος, ε. Προέλευση : από το τουρκ. pezevenk, πηγή : ΑΠΘ.
Μπίζλας : το πάνω μέρος του καρπουζιού
μπιζιρνώ (ρ.) : α. βαριέμαι, β. πλήττω, γ. Φράση : «όι μπιζιρζμός κι αφτός» = η αγγαρεία, δ. Προέλευση : διαλέξτε = από το τουρκ. bezmek = βαριέμαι, πηγή : Χ.Χ. και bez – mek, Τσότσος, τουρκ. bezer = κουράζομαι, πηγή : ΑΠΘ, τουρκ. besdir, πηγή : Ντίνας.
μπιζιστένʼ (του) : α. η εμπορική στοά, β. η στεγασμένη αγορά (ιδίως υφασμάτων), γ. (lias : παραβάλετε με την αγορά Μπεζεστενίου στη Θεσ/νίκη).
μπίζντρα (η) : α. ο χόνδρος του κρέατος, β. μετ. αχώνευτος άνθρωπος, γ. το ζαρωμένο στρώμα από πέτσες και νεύρα στο κρέας του σφάγιου που δεν τρώγεται, δ. ειρων. μπίζντρου (επίθ.) = η ρυτιδιασμένη, μαραγκιασμένη γριά γυναίκα.
μπικιάρς (επίθ.) : α. ο ανύπαντρος, β. ο εργένης, γ. μπικιαρλίκʼ (του) = η εργένικη ζωή, δ. Προέλευση : από το τουρκ. bekar, πηγή : ΑΠΘ.
μλάρʼ (του) : α. το μουλάρι, β. υβρ. ο πεισματάρης αλλά και ο άξεστος.
μπιλιάς (ου) : α. η ενόχληση, β. η σκοτούρα, γ. η δυσκολία, δ. μετ. ο ενοχλητικός άνθρωπος, ε. μπιλαλίθκους (επίθ.) = ο δύσκολος τρόπος εργασίας, στ. Προέλευση : από το τουρκ. bela, πηγή : ΑΠΘ.
μπιλιβρέκ (του) : το γυναικείο σλίπ που φοριέται πάνω από το σιντρόφʼ*.
μπιλτζίκʼ (του) : α. το κόσμημα, β. μπιλτζίκια (τα) = τα χρυσαφικά και ασημένια κοσμήματα που φοριούνται στα χέρια και κουδουνίζουν όταν χτυπιούνται μεταξύ τους, γ. το βραχιόλι, δ. μπιλτζίκου (η) = η γυναίκα που φορά πολλά κοσμήματα και στολίδια, ε. Προέλευση : από το τούρκ. bilegik, = κόσμημα.
μπίμπα (η) : α. η χήνα, β. μετ. η χαζή γριά γυναίκα, γ. (Νιάνια : η μπαμπόγρια), δ. Προέλευση : από τον ήχο «μπίμπ – μπίμπ» της χήνας.
μπιμπίλʼ (του) : α. το στραγάλι, β. μικρός στρόγγυλος ξηρός καρπός.
μπινές (ου) : α. ο ηλικιωμένος κίναιδος, β. ο κακοήθης, γ. ο άτιμος, δ. ο ρουφιάνος, ε. Προέλευση : από το αραβ. ibne = πούστης, πηγή : ΑΠΘ.
μπινιλίκια (τα) : α. μικρά σιροπιαστά γλυκίσματα, β. μετ. οι απανωτές βρισιές.
μπιντέμια (τα) : οι δαντέλες σε μεταξωτό πανί για το στόλισμα των μανικιών, του ποδόγυρου κτλ.
μπίρ : α. τούρκικη λέξει που σημαίνει πλήθος από κάτι (μεγάλος, πολύς, τρανός κτλ.), β. Φράσεις : «μπίρ Αλλάχ», «μπίρ ντουνιά» κτλ.
μπιρικέτʼ (του) : α. η πλούσια σοδιά, β. όσα έδωσε ο Θεός, γ. μετ. μου φτάνει και αυτό, δ. Προέλευση : από το τουρκ. bereket, πηγή: ΑΠΘ.
μπιρμπάντς (επίθ.) : α. ο γυναικάς, β. ( ιταλ. birbante = απατεώνας, πηγή : ΑΠΘ ).
μπιρμπάτʼ (του) : α. το γενναίο κατάβρεγμα, β. η καταιγίδα, πολύ μεγάλη βροχή, γ. (φράση «γίνγκα μπιρμπάτʼ» = λερώθηκα από τις λάσπες της βροχής),
μπιρμπίλα (η) : το μαύρο σάρκωμα κάτω από το σαγόνι ή το μάτι.
μπιρντάχʼ (του) : α. ο ξυλοδαρμός, β. Προέλευση : από το τουρκ. perdah = γυάλισμα, ανάποδο ξύρισμα, πηγή : ΑΠΘ.
μπιρσίμʼ (του) : α. μεταξωτή κλωστή, β. Προέλευση : από το τουρκ. ibrisim, πηγή : ΑΠΘ.
μπισίκʼ (του) : α. το λίκνο, το κρεβατάκι του μωρού, β. ειρων. ο χτεσινός, το μικρό παιδάκι, γ. Προέλευση : από το τουρκ. besik,, πηγή : ΑΠΘ.
μπίτσι (ρ.) : α. τελείωσε, β. Προέλευση : από το τουρκ. biter = τέλος, πηγή : ΑΠΘ.
μπιχουτζής (επίθ.) : α. ο τρακαδόρος, β. αυτός που το «ρίχνει» συνεχώς στην αμάκα, γ. μπέχους (επίθ.) : (πείραγμα ) = «ιιού μπέχου!».
μπιτίζου :τελειώνω
μπλάνα (η) : α. μεγάλη πλάκα (π.χ. τυριού, επίπεδης πέτρας κτλ.), β. μεγάλο κομμάτι φαγώσιμου, γ. το παραλληλεπίπεδο αντικείμενο.
μπλάγου : φυλάω
μπλάστρʼ (του) : α. η κομπρέσα, β. το έμπλαστρο, γ. Προέλευση : από το ελνστ. έμπλαστρον, πηγή : ΑΠΘ.
μπλιασταριά : άσχημο πεσιμο
μπλιάγκαβους και μπγιάγκαβους (επίθ.) : α. ο πιτσιλισμένος, β. ο διάστικτος, γ. ο ξεθωριασμένος, δ. δες και μπάκαβους*.
Μπ(ι)αδ(ι) το πηγάδι
μπλιγούρʼ (του) : α. χοντρό σπασμένο σιτάρι, β. το πλιγούρι.
μπλιάμπλια : α. η ακαθαρσία ανάμεσα στα δάκτυλα του ποδιού, β. ( Μαλούτας : αστεία ονομασία των δακτύλων του ποδιού ).
μπιλιούκʼ (του) : α. το πλήθος, β. η μεγάλη παρέα.
μπνάρʼ (του) : α. η πηγή, β. το μέρος απʼ όπου αναβλύζει νερό.
μπόι : α. το ανάστημα, β. το μονοκόμματο γυναικείο φόρεμα, γ. η κορμοστασιά, δ. μονάδα μήκους ίση με δύο δρασκελιές ανθρώπου με ύψος 1.75 – 1.80.
μπόλκα : χτένισμα
μπόλια (η) : α. η σκέπη των σπλάχνων των αμνοεριφίων, το περιτόναιο, β. λεπτό γυναικείο μαντήλι.
μπόλκους (επίθ.) : α. αρκετός, β. φαρδύς, γ. επαρκής, δ. χαλαρός, ε. μπουλκένου (ρ.) = 1. φαρδαίνω, 2. επαυξάνω, στ. Προέλευση : από το τουρ. bol, πηγή : ΑΠΘ.
μπόσʼκους (επίθ.) : α. ο χαλαρός, β. ο απρόσεκτος, γ. Προέλευση : από το τουρκ. bos = χαλαρός, απρόσεκτος, πηγή : ΑΠΘ.
μπότσα (η) : α. μέτρο χωρητικότητας δύο οκάδων, β. το παγούρι, γ. το μπουκάλι, (Δημητράκος).
μπουγάζʼ (του) : α. το ρεύμα αέρος που φυσάει στα στενά δρομάκια, β. στενό πέρασμα ανάμεσα σε δύο βουνά, γ. ( τουρκ. bogaz, πηγή : ΑΠΘ ).
μπουγαζί και μπουχασί (του) : κομμάτι χοντρού υφάσματος.
μπουγάς (ου) : α. ο ταύρος για αναπαραγωγή, β. ο επιβήτορας, γ. ειρων. ο χοντρός, δ. Προέλευση : από το τουρ. boga, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ. 256.
μπουγάτσια (η) : α. μεγάλο ψωμί που ψηνόταν σε στρόγγυλο ταψί (φόρμα) για ιδιαίτερες στιγμές και γι αυτό το φρόντιζαν και το στόλιζαν ιδιαίτερα, β. το ψωμί του γάμου, στολισμένο με διάφορες παραστάσεις (Σιαμπανόπουλος σ. 334).
μπουγιουρντί (του) : α. έγγραφο από Δημόσια Υπηρεσία με δυσάρεστο περιεχόμενο, β. το πρόστιμο, η ποινή κτλ., β. Προέλευση : από το τουρκ. buyur = διαταγή, πηγή : ΑΠΘ.
μπουγτζάδις :οι καλεσμένοι στο γάμο
μπούζʼ (επιθ. προσδ.) : α. το μεγάλο κρύο, β. κάτι που είναι πολύ παγωμένο (π.χ. καρπούζι), γ. Φράση : [ι]«όι μπούζʼ σήμιρα!»[/ι] = σήμερα έχει ασυνήθιστο κρύο.
μπουζίτσα (η) : η εξαδέλφη.
μπουζουργιάζου (ρ.) : α. τσακώνω, β. συλλαμβάνω, γ. τιμωρώ ή επιπλήττω αυστηρά, δ. μπουζού (η) = η φυλακή, ε. μπουζούργιασμα (του) = 1. η σύλληψη, 2. το φυλάκισμα, 3. η επίπληξη.
μπουιά : α. το χρώμα, β. η μπογιά, γ. τα φύλλα της τράπουλας με το ίδιο χρώμα, δ. μπουιατζής (ου) = ο ελαιοχρωματιστής, δ. μπουιατίζου (ρ.) = βάφω, ε. μπουιάτζμα (του) = 1. το βάψιμο, 2. το μακιγιάζ των γυναικών.
Μπουνπούλα :καρπός ( αμύγδαλα,φυστίκι κτλ
μπούμπαρους (ου) : α. ο χρυσοκάνθαρος, β. χοντρό μαύρο έντομο με έντονο βόμβο, που τριγυρίζει στο φώς, γ. μετ. άνθρωπος που μιλάει ακατάληπτα, δ. Φράση : «σα τς μπουμπαναίοι στου σκατό» = η συνάθροιση πολλών γύρω από κάτι περίεργο.
μπουϊάτα : το καθιστικό δωμάτιο
μπουμπάρʼ (του) : α. το φαγητό που γίνεται με κοιλιά μοσχαριού γεμιστή με κιμά πάλι από κοιλιά και διάφορα μυρωδικά (σημ. lias : δες Κοζανίτικες συνταγές στο giapraki.com), β. (σημ lias : το φαγητό με κοιλιά αρνιών λέγεται κλιές ή κιλίτσις), γ. (τουρκ. bumbar, πηγή : ΑΠΘ.).
μπουμπόλʼ (του) : α. κάθε στρόγγυλο αντικείμενο, η μπίλια, β. μετ. οι όρχεις, γ. μπουμπόλας (ου) = 1. ο κοντόχοντρος άντρας, 2. ο άντρας με μεγάλους όρχεις, δ. (lias : στο Βελβενδό εννοούν τα γλύκα*, ενώ υπάρχει και αειθαλές δέντρο που ονομάζεται κοινά κεδρομπουμπουλιά και τέλος στον ψηλό Αηλιά κάποιοι μάζευαν μπουμπόλια και εννοούσαν τα σαλιγκάρια κάτω από τις πέτρες), ε. (αλβ. bobolje).
μπουμπότα (η) : α. επίπεδο είδος ψωμιού παρασκευασμένο με καλαμποκίσιο αλεύρι, β. έδεσμα με καλαμποκίσιο αλεύρι στο οποίο πρόσθεταν τσιγαρίδις*, σταφίδες, καρύδια κτλ.
μπουμπούνζμα (του) : α. ο ήχος της βροντής, β. ο ήχος της δυνατής φωτιάς στη σόμπα ή στο τζάκι, γ. το δυνατό χτύπημα γροθιάς, δ. μετ. το αναψοκοκκίνισμα του προσώπου από θυμό, ε. μπουμπουνταρός (ου) = η αστραποβροντή, στ. μπουμπνίζου (ρ.) = 1. αναψοκοκκινίζω, 2. γρονθοκοπώ, ζ. μπουμπουντζμένους (επίθ.) = 1. ο έξαλλος, 2. ο αναψοκοκκινισμένος.
Μπούμπνάς : είδος εντόμου
μπούντα (η) : α. μακρύ γυναικείο επανωφόρι με γούνα γύρω – γύρω, β. εξάνθημα στο πρόσωπο.
μπουντρούμʼ και μπόντρουμʼ (του) : α. το υπόγειο, β. μπουντρουμίσιους (επίθ.) = 1. ο έντονος και βαθύς βήχας, 2. κυριολ. ο προερχόμενος από το υπόγειο, γ. [b]μπουντρούμας[b] (ου) = άνθρωπος με βαριά φωνή και άξεστη συμπεριφορά, δ. έκφράση «μπόντρουμ!» = ρίξτον στα θηρία! δ. Προέλευση : από το τουρκ. bodrum, = ιππόδρομος, πηγή : ΙΝΒΑ, σελ 256 /// από το ελνστ. ιπποδρόμιον, πηγή : ΑΠΘ.
μπουλάκιμ : μακάρι ,ευχή
μπουλφώθκι :κοιμήθηκε πολύ βαρεια
μπουϊα : μπογιά
μπουϊρουν : πρόσκληση
μπουρανί (του) : φαγητό, σπανακόρυζο στο φούρνο, β. Προέλευση : από το τουρ. burani, πηγή :
μπουράτου (του) : α. μεταλλικός κυλινδρικός μηχανισμός με σίτα στον οποίο γινόταν ο διαχωρισμός του σιταριού ή της φακής από τα σκύβαλα, την αίρα κτλ. β. μπουρατίζου (ρ.) = καθαρίζω το σιτάρι, τις φακές κτλ.
μπούμπαρους : έντομο
μπουμπότα : καλμποκίσιο ψωμί
μπουμπούλα ; καρπός ,αμύγδαλου, φυστικιού ,μπιζελιού κτλ
μπουμπούλα :καθαριότητα (από το πόσο καθαρός είναι ο καρπός ενός φυτού)
μπουμπουνα : μεγάλη φλόγα
μπουμπουτιά : ρικιά
μπουμπρέκια :όρχεις ζώων
μπουνταλάς : ηλίθιος
μπουρδούκλουμα (του) : α. το μπέρδεμα, β. μπουρδουκλώνου (ρ.) = κάνω κάτι τσαπατσούλικα, βιαστικά, γ. μπουρδουκλώνουμι (ρ.) = χάνω τον ειρμό των σκέψεών μου, δ. Προέλευση : από το σύνθ. μπερδεύω+πεδικλώνω, πηγή : ΑΠΘ.
μπουρανί: σπανακόριζο
μπουρέκʼ (του) : α. είδος γλυκίσματος, β. γλυκιά πίτα με σπασμένο ρύζι και κανέλα, γ. είδος τρίγωνης τυρόπιτας, δ. μπουρικάκʼ (του) =ατομική μερίδα του γλυκίσματος, δ. Προέλευση : από το τουρκ. burek, πηγή : ΑΠΘ.
μπουρί (του) : α. λαμαρινένιος κύλινδρος για την έξοδο του καπνού, β. Φράση : «τα τίναξις τα μπουριά σʼ;» = εκσπερμάτισες;, γ. Προέλευση : από το τουρκ. boru = σωλήνας, βούκινο, πηγή : ΑΠΘ.
μπουρλιάζου : τρυπώ ,καρφώνω
μπουρλίφκου : τρελαμένω ζώον
μπουρμάς (ου) : α. η μεταλλική βάση της γκαζόλαμπας που έχει το φυτίλι και εκεί στερεώνεται το λαμπογιάλι, β. μετ. ο κατσούφης, ο σκυθρωπός.
μπουρώ (ρ.) : α. μπορώ, β. στη φράση : «δεν μπουρώ» σημαίνει είμαι αδιάθετος.
μπουρμπουλώνουμι : τυλίγω το προσωπόμου και το κεφάλι με ένα πανί για να προφυλαχτω κυρίως από τον ήλιο
Μπουρσούκου : χιντρομπαλού γυναίκα
μπούφους (ου) : α. νυκτόβιο πουλί που μοιάζει με την κουκουβάγια αλλά είναι πολύ μεγαλύτερος, β. ειρων. ο βλάκας γ. ειρων. ο καθυστερημένος, δ. Προέλευση : από το ιταλ. bufo, πηγή : ΑΠΘ.
μπουχασί και μπουγαζί (του) : είδος χοντρού μάλλινου υφάσματος.
μπουχτσιάς (ου) : α. μεγάλο τετράγωνο πανί για περιτύλιγμα ή και μεταφορά πραγμάτων, β. τετράγωνο σκούρο μαντήλι, γ. δέμα τροφίμων ή ρουχισμού τυλιγμένο με πάνινη πετσέτα, δ. μπουχτσιαλίκ (του) = πανί για ένα δύο πουκάμισα ή και για εσώβρακο (Ηλιαδέλης – «χαρά»), ε. Προέλευση : από το τουρκ. bokca και bohca, πηγή : ΑΠΘ.).
μπούχτσα βαρέθηκα -χώρτασα
μπόχα (η) : α. βαριά και δυσάρεστη μυρωδιά, β. η αποπνικτική ατμόσφαιρα, γ. η δυσοσμία, δ. Προέλευση : από το ελληνστ. βώχα, πηγή : Δημητράκος.
μπράμʼ (τα) (πληθ.) : α. τα επίσημα ρούχα, τα γιορτινά, β. τα καινούρια.
μπράνγκα και πράνγκα (η) : α. η κλειδωνιά, β. η κλειδαριά με χερούλι ή σύρτη ασφαλείας, γ. δέσιμο με σχοινί ή αλυσίδα των δεξιών ποδιών των ζώων για να μη απομακρύνονται όταν βοσκούν ελεύθερα, δ. μηχανισμός που τοποθετούνταν στον τροχό του κάρου για να φρενάρει, ε. μπράγκις = οι χειροπέδες.
μπράστʼ (επίφ.) : ο θόρυβος από πέσιμο καταγής.
μπράτμους (ου) : α. ο νεαρός φίλος ή συγγενής, του γαμπρού ή της νύφης, που βοηθάει στο γάμο, β. Προέλευση : από το βουλγ. brat, πηγή ΙΝΒΑ, σελ. 255.
μπρέ (επιφ.) : βρέ.
μπρούμτα (επίρ.) : α. με τη μύτη κάτω, μπρούμυτα, β. (η) : μετ. η αφελής γυναίκα.
μπρουστέλα (η) : α. ποδιά με λαιμοδέτη, β. η σαλιάρα, γ. ύφασμα στα οποία τυλίγονταν τα καθαρά ρούχα για φύλαξη ή μεταφορά.
μπρουμούτσα : έπεσα προς τα μπρος
μπούχαβους (επίθ.) = 1. ο πρησμένος, 2. ο παχουλούτσικος λόγω ασθένειας, 3. (Τσότσος = χαλαρός).
μπυράλ (του) : α. αναψυκτικό, είδος βυσσινάδας, με άφθονο αφρό όμοιο με της μπύρας, απʼ όπου και η ονομασία του, β. (σημ. lias : προφανέστατα δεν είναι Επανομίτκου Αλλά ποιος να θυμάται πλέον το μπυράλ; Κι όμως ήταν η coca cola της παλιάς εποχής).
μσιουκάρκια (η) : α. ποσότητα μισής οκάς, β. ορειχάλκινο δοχείο ή κύπελλο για τη μέτρηση υγρών που ζύγιζαν μισή οκά, (σημ. lias : τα κύπελλα αυτά ήταν διαφορετικά για το κρασί, το γάλα, το πετρέλαιο κτλ. λόγω του διαφορετικού ειδικού βάρους).
Μσούδ(ι) : μισή δραχμή
μσούρα (η) : α. η σουπιέρα σερβιρίσματος, συνήθως πήλινη, β. (Χ.Χ. = βαθύ πιάτο), γ. (Σιαμπανόπουλος : βαθουλωτά πιάτα φαγητού, σελ. 271).
μυγαρούδγια (τα) : α. οι σκνίπες ιδίως στο μούστο ή το κρασί, β. τα μυγάκια, γ. το ψιλό περιδινούμενο χιόνι.
μύθους (ου) : α. ο μύθος, το ψέμα, β. η ντροπή, το κατάντημα, (φράση : «γίγκιν μύθους» = ντροπιάστηκε), γ. μύθια (τα) = 1. οι υπερβολικές αφηγήσεις, 2. οι χοντροκομμένοι αστεϊσμοί.
μύλους (επίρ.) : α. το μεγάλο μπέρδεμα, β. το εργαλείο για το καβούρδισμα του καφέ, γ. ο μύλος.
μύτους (ου) : α. η κλωτσιά ή το κλώτσημα με τη μύτη του παπουτσιού, β. μύτʼ (η) = εξόγκωμα με οξεία γωνία.
μσούδ(ι) :μισή δραχμή
μσουλαβώ: κυκλοφορώ
μτζούρ(ι) : μονάδα μέτρησης χωραφιού
μυρί : τα ψαράδικα
μʼχάνʼ : α. η μηχανή, το μηχάνημα, (φράση : (ΑΡ) : «…τα τσιούγκα τς τώρα πάιναν σαν του μʼχάνʼ»), β. το φυσερό του σιδερά., σελ. 247.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου