Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

Σ


σαβουρντίζου (ρ.) : α. πετώ κάθε τι άχρηστο αντικείμενο, β. σαβούρτζμα (η) : η παλιατζούρα, γ. Προέλευση : από το σαβούρα.
σαϊάκʼ (του) : α. χοντρό μάλλινο ύφασμα, Προέλευση : από το αρχαίο σάγος = χοντρό μάλλινο ύφασμα, πηγή : Π.Λ.Μπ.
σαΐτα (η) : α. μυτερό ξύλινο εργαλείο που στη μέση του υπάρχει το καρούλι με το νήμα για το εύκολο πέρασμα του νήματος (υφαδιού) ανάμεσα από τις κλωστές του στημονιού, β. το βέλος, γ. είδος σφεντόνας.
σακατεύου (ρ.) α. προξενώ μόνιμη αναπηρία σε κάποιον, β. μετ. δέρνω κάποιον πολύ άσχημα, γ. σακάτκους (επίθ.) = ο ανάπηρος, δ. σακατλίκʼ (του) = η αναπηρία.
σακούνʼ (επιφ.) : α. βούλωσέ το, β. μη μιλάς καθόλου, γ. βγάλε το σκασμό.
σακούλʼ (του) : α. τετράγωνη πάνινη θήκη που κρέμεται στον ώμο για τη μεταφορά αντικειμένων, β. μικρή πάνινη κατασκευή που έδενε με σχοινί και χρησίμευε για πορτοφόλι, γ. η τσάντα για το σχολείο παλαιότερα, δ. συνών. ταγάρʼ*.
σάκους (ου) : ριχτό γυναικείο παλτό με γούνινη μπορντούρα γύρω γύρω (από το λαιμό μέχρι πίσω στον ποδόγυρο).
σακουζιά : αγρόχορτο
σαλαϊουμι : κουνιέμαι
σάλʼ (του) : α. η γυναικεία μαντίλα, β. το σάλιο, γ. δες κουζινιώτκα φουρισιά*.
σαλιακούτας και σαφλιακούτας (επίθ.) : α. άνθρωπος σιχαμερός γιατί δεν μπορεί να συγκρατήσει τα σάλια του, β. μετ. ο σαχλός, γ. ο σαλιάρης.
σαλιάρα και σαλιαρίστρα (η) : η πετσετούλα που δένεται στο λαιμό των μωρών για να μη λερώνονται από το φαγητό.
σάλιαρς (ου) : α. ο γυμνοσάλιαγκας, β. μετ. γλοιώδης τύπος ατόμου.
σαλτανάτʼ (του) : α. η περηφάνια, β. το καύχημα.
σαλταίρνου : πηδώ ,ορμώ
σάματʼ (σύνδ.) : α. μήπως; (ερωτηματικό), β. μπας και, γ. σαν να …, δ. σάμπως, ε. μάλλον.
σαούλʼ (του) : α. το νήμα της στάθμης, β. σαουλιάζου (ρ.) = 1. ελέγχω την κατακόρυφο με το νήμα της στάθμης (lias : για το οριζόντιο χρησιμοποιείται το αλφάδι*), 2. μεταφ. γ**ώ στην όρθια στάση.
σαμαράκ(ι ) : ένα από τα χάμουρα
σαναψίδια : προσανάματα
σαραιλί (του) : σουφρωτό στρόγγυλο σιροπιαστό γλυκό με καρύδια και μπαχαρικά (αποκριάτικο κυρίως).
σαράφς (ου) : α. ο αργυραμοιβός, β. ο χρηματιστής, γ. ο τοκογλύφος, δ. μετ. ο άπληστος, ο τσιγκούνης, ε. σαράφκου (του) = το ενεχυροδανειστήριο, στ. Προέλευση : από το τουρκ. sarraf, πηγή : ΑΠΘ.
σάχνʼ (η) : α. μούχλα, β. σαπίλα, γ. το γλίτσιασμα, δ. η σαλμονέλα, ε. σαχνίλα (η) = η μυρωδιά του σάπιου ή χαλασμένου κρέατος, αλλαντικού κλπ.
σβάρνα (η) : α. γεωργικό μηχάνημα για το σπάσιμο των σβόλων μετά το όργωμα, β. σβαρνίζου (ρ.) σέρνω κάτι στη γη, γ. σβαρνιάρς (επίθ.) = ο τσαπατσούλης, δ. Φράση : «τουν πήρα σβάρνα» = 1. τον παρέσυρα, 2. τον κατατρόπωσα, ε. Προέλευση : από το βυζαντ. σβαρνώ = παρασύρω κάτι, πηγή : Π.Λ.Μπ.
σέρνω : βρίσκομαι σε οργαζμό
σβουρίζου (ρ.) : α. χτυπώ δυνατή καρπαζιά, β. περιφέρομαι αδιάκοπα, γ. σφυρίζω (με την έννοια ό,τι πετώ κάτι που κινείται κυκλικά και σφυρίζει), δ. σβούρα (η) = ξύλινο ή κεραμικό κωνικό παιδικό παιχνίδι που παίρνει φορά από το περιτυλιγμένο νήμα.
σγκουρμπαρλάκια (τα) : α. τα πεντόβολα, β. δες και ζγκουρμπάλα*.
σέα (τα) : α. τα υπάρχοντα, β. Φράση : «τα σέα σου τα μέα μου» = ο καθένας τα δικά του), γ. Προέλευση : από το αρχ. τα εμά, σά, κτλ., πηγή : Π.Λ.Μπ.
σεϊτάντς και σιατάντς (ου) : α. ο διάβολος, β. ο σατανάς, γ. Προέλευση : από το αραβ. seytan, πηγή : ΑΠΘ.
σιάβαρα (τα) : α. σκουπιδάκια που μπαίνουν στο σπίτι από τις χαραμάδες (φυλλαράκια, τρίχες κτλ.), β. Προέλευση : από το ελνστ. εισβάλω, πηγή : Π.Λ.Μπ.
σιαΐνʼ (του) : α. το γεράκι, β. μετ. ο πανέξυπνος άνθρωπος, γ. Φράσεις : «τα τουν πάρʼ του σιαϊν'», «τριγουρνάει του σιαϊν στουν μαχαλά μας» = σημαίνει πως κάποιος θα πεθάνει, δ. Προέλευση : από το περσ.>τουρκ. sayen, πηγή : ΑΠΘ.
σιαδώ : προς τα εδω
σιακάτʼ (επίρ.) : α. στο χωράφι β προς τα κάτω, β. Προέλευση : από το συνθ. ίσια+κάτω.
σιακεί : προς τα εκεί
σιαλ(ι) : υ΄φασμα που ρίχνεται στους ώμους
σιαλάκ(ι0 : σαλιγκαρι
σιαματάς : φασαρία
σιαπάνʼ (επίρ.) : προς τα πάνω.
σιαπάντς (ου) : ο αντάρτης.
σιαπέρα (επίρ.) : α. πιο πέρα, β. προς τα κει.
Σιατάχτσα,σιάτσα : θόλωσα
σιαρσιάρου (η) : α. η δυνατή βροχή, β. μετ. το δυνατό συνάχι, γ. (Μαλούτας : από τον ήχο που κάνει «σιορ»).
σιβένου (ρ.) : α. εισέρχομαι, β. μπαίνω, γ. Προέλευση : από το αρχαίο εισβαίνω, πηγή : Δημητράκος.
σιβντάς (ου) : α. ο ερωτικός καημός, β. Προέλευση : από το τουρκ. sevda, πηγή : ΑΠΘ.
σίβρασʼ (η) : α τρόπος μαγειρέματος ώστε να πυκτώσει και να αυξηθεί το φαγητό (κυρίως στη φασολάδα, το βραστό κτλ.
σιγκιργιάζου : (ρ.) συνδυάζω ανόμοια πράγματα (π.χ. ποτό με μεζέ, κσλοκαιρινό ρούχο με χειμωνιάτικο κτλ.).
σιγκούνʼ (του) : α. χοντρό, μάλλινο, γυναικείο επανωφόρι, β. Προέλευση : από το αλβ. shigun, πηγή : ΑΠΘ.
σιγουρέβου (ρ.) : α. βεβαιώνω κάτι, β. εξασφαλίζω, γ. ασφαλίζω, δ. σπάζω, καταστρέφω ή χάνω, δ. σιγουρεύουμι (ρ.) = βεβαιώνομαι, ε. Φράση : «του σιγούριψις του σταμνί!» = το έσπασες το σταμνί.
σιϊσμός (ου) : α. η σκοτούρα, β. σύγχυση του μυαλού από κάτι, γ. σιίζουμι (ρ.) = 1. συγχύζομαι, 2. στενοχωριέμαι, δ. Προέλευση : από το σύγχυσις, αλλά και σεισμός, (Τσότσος σ. 250).
σικλέτʼ (του) α. η στενοχώρια, β. το βάσανο, γ. ο καημός, δ. σικλιτίζουμι (ρ.) = 1. υποφέρω, 2. στενοχωρούμαι πολύ, ε. Προέλευση : από το τουρκ. siklet, πηγή ΑΠΘ.
σιλέμς (επίθ.) : α. ο άνθρωπος που ζει εις βάρος των άλλων, β. το παράσιτο, γ. Προέλευση : από το τουρκ. selem, πηγή : ΑΠΘ.
σιλουιούμι (ρ.) : α. σκέπτομαι, β. αναρωτιέμαι, γ. συλλογίζομαι, δ. σιλουή (η) = ο συλλογισμός.
σιμιτζής (ου) : α. ο κουλουράς, β. Προέλευση : από το τουρκ. simitci, πηγή : ΑΠΘ.
σιμπράνγκαλα (τα) : α. οι αποσκευές (πολλές και μικρές), β. τα υπάρχοντα, γ. τα εργαλεία, δ. τα παιχνίδια, ε. γενικά εννοείται κάθε συλλογή μικρών αντικειμένων (άχρηστων για μας αλλά χρήσιμων σε άλλον) που φέρνουν κάποια ακαταστασία ή αναστάτωση στο χώρο, στ. Προέλευση : από το σύνθ. συν + βεν. branca = χεριά, πηγή : ΑΠΘ.
σινιρίζου : ανταγωνιζομαι ,ζηλεύω ,πάω κόντρα
σιντρόφʼ (του) : α. ο φίλος στην παρέα, β. ο ομογάλακτος, γ. το σώβρακο των ανδρών ή το γυναικείο βρακί που έχει λάστιχο στα γόνατα, δ. σιντρουφκό (του) = 1. μεσιακό, 2. το συνεταιριστικό.
σίξιλους (επίθ.) : α. ο κατάπληκτος, β. ο άφωνος, γ. ο άναυδος, δ. (lias : κυριολ. «βυθίστηκε μαζί με τα ξύλα του..», πηγή : Δημητράκος).
σουλiνάρʼ (του) : α. το σωληνάριο, ο στενός σωλήνας, β. η ξαφνική βροχή μικρής διάρκειας, γ. η βρυσούλα στον τενεκεδένιο υδροδοχείο του νεροχύτη δ. σιουλνάρια (τα) = τα φλέγματα η τα αίματα της ανοιγμένης μύτης, ε. σιουλναρίζου (ρ.) = 1. πλένω τα πιατικά, γυαλικά κλπ. 2. ξεπλένω, στ. Προέλευση : από το ελληνστ. σωληνάριον, πηγή : ΑΠΘ.
σιουμφάδις (οι) : α. οι γυναίκες δύο ή περισσοτέρων αδελφών, β. Προέλευση : από το σύνθ. σύν+νύφη, πηγή : Π.Λ.Μπ.
σιουμφάδα : συνυφάδα
σιουνξ : προσταγμα σε γάϊδαρο να σταματίσει
σιούρτσα (αόρ.) : παλάβωσα, χάζεψα.
σιούσκα (η) : α. το καρούμπαλο, β. (Παπασιώπης : εξογκώματα στο κεφάλι από χτύπημα).
σιουτζιούκʼ (του) : α. το λουκάνικο, β. ο κρεμασμένος από τα κεραμίδια πάγος, γ. γλυκό με καρύδια περασμένα σε κλωστή και σκεπασμένα με μουσταλευριά, δ. κυριολ. ο στενός κύλινδρος, ε. Προέλευση : από το τουρκ. sucuk, πηγή : ΑΠΘ.
σιούτου (του) : α. το πρόβατο δίχως κέρατα, β. πρόβατο που στη θέση των κεράτων υπάρχουν δύο εξογκώματα σαν καρούμπαλα, γ. Προέλευση : από το ΚΒ. sutu, αλβ. sut, πηγή : ΙΝΒΑ.
σιργιάνʼ (του) : α. ο περίπατος, η βόλτα, β. η παρατήρηση, το χάζεμα της θέας ή του θεάματος γ. (Παπασιώπης : περίπατος, παρακολούθησις θεάματος, διασκέδασις ), δ. σιργιανώ (ρ.) = γυρίζω χαζεύοντας, άσκοπα, ε. σιργιανίσματα (τα) = οι επισκέψεις των μελλονύμφων στους οικείους τους (θείους, φίλους κτλ.), στ. Προέλευση : από το τουρκ. seyran = εκδρομή, πηγή : ΑΠΘ.
σιρίτʼ (του) : α. στενή κορδέλα ή κορδόνι που προορίζεται για στολισμό στολών, επίπλων κτλ. β. Προέλευση : από το τουρκ. sirit, πηγή : ΑΠΘ.
σιρέτς (επίθ.) : α. ο δύστροπος, β. ο εριστικός, γ. ο βαρύς και ασήκωτος.
σιρiκλιμές (επίθ.) : α. ο αχαΐρευτος, β. ο άνθρωπος με άσωτη ζωή, γ. ο αλήτης, δ. ο τιποτένιος, ε. ο ανάποδος, στ. Προέλευση : από το τουρκ. surucleme = σέρνομαι, πηγή : ΑΠΘ.
σιρνικουθίλκους (ου) : α. ο κίναιδος, β. ο ερμαφρόδιτος.
σιρμαές (ου) : α. το απόθεμα των εμπόρων (σε είδος ή σε χρήμα), β. (λογιστική) = το «σιδηρούν κεφάλαιον», γ. Προέλευση : από το ελνστ. συρμός, πηγή : Δημητράκος.
σιρμή (η) : α. το συνάχι, β. ο κρύος ιδρώτας, γ. επιδημία Προέλευση : από το σουρμή = αύλαξ σχηματιζομένη εκ σώματος συρομένου, πηγή : Δημητράκος.
σιρσιμές και σιρσέμς (επίθ.) : α. ο μπουνταλάς, β. ο ανόητος, γ. ο σαστισμένος, δ. ο ελαφρόμυαλος, ε. Προέλευση : από το τουρκ. sersem, πηγή : ΑΠΘ ).
σισμάνς : ξεχαρβαλωμένος ,αλόκοτος
σιτζίμ : σχοινί
σίτα (η) : α. το κόσκινο του αλευριού, β. Προέλευση : από το αρχαίο σήθω, πηγή : Π.Λ.Μπ.
σιφραϊδ(ι); σφραγίδα ξύλινη που έβαζαν πάνω στο πρόσφορο
σιχασχιές (οι) : α. οι κουταμάρες, β. οι αηδίες, γ. οι κρυάδες, δ. σιχασχιάρας (επίθ.) : 1. ο άνθρωπος που λέει ανοησίες, ο «κρύος», 2. ο λεπτολόγος με την καθαριότητα, το λέρωμα, τη σκόνη κτλ.
σιχνισί και σαχνισί (του) : α. κλειστό μπαλκόνι που προεξέχει του κυρίως τοίχου, β. (
σιχτίρζμα (του) : α. το ξεκούμπισμα, β. το διώξιμο με βίαιο τρόπο, γ. σιχτίρʼ βρισιά αγανάκτησης, (φράση : «άει σιχτίρʼ» = άντε ξεκουμπίσου), δ. Προέλευση : από το τουρκ. siktir = στα ξεκουμπίδια, πηγή : ΑΠΘ.
σιχτιρίζου (ρ.) : α. βρίζω, β. αποπέμπω με βρισιές, γ. Φράση : «άει σιχτίρʼ» = άντε στα ξελουμπίδια.
σκαλνώ (ρ.) : α. σκαλίζω, β. ενοχλώ κάποιον, γ. αναμοχλεύω μία κατάσταση, δ. ψαχουλεύω, ε. βάζω κωλοδάκτυλο σε κάποιον, στ. Προέλευση : από το αρχαίο σκάλλω, πηγή : ΑΠΘ.
σκαμνάκʼ (του) : α. μικρό σκαμνί, β. μπλέξιμο τεσσάρων χεριών από δύο άτομα για τη μεταφορά κάποιου ατόμου, γ. τα σκαμνάκια = 1. υπαίθριο παιδικό παιχνίδι, 2. προσκοπικός τρόπος μεταφοράς τραυματία, δ. σκαμνί (του) = είδος ξύλινου χαμηλού καθίσματος.
σκαμνιά : μουριά
σκάνʼ (του) : α. το πείραγμα, β. το «δούλεμα», γ. το ζόρισμα, δ. η σκασίλα ε. σκανιάζου (ρ.) = 1. στενοχωριέμαι, 2. κάνω τον άλλο να ζηλέψει (να σκάσει από το ζόρι του), στ. Προέλευση : από το αρχ. σκάζω>… >έσκανον, πηγή : Π.Λ.Μπ.
σκαφίδʼ (η) : α. μακρουλό ξύλινο βαθουλό σκεύος για το ζύμωμα του ψωμιού η το πλύσιμο των ρούχων, β. Προέλευση : από το αρχαίο σκάφη, πηγή : ΑΠΘ.
σκέπʼ (η) : α. η σκεπή του σπιτιού, β. λεπτή μεμβράνη που καλύπτει τα σπλάχνα των ζώων, η μπόλια.
σκιάζουμι (ρ.) : α. τρομάζω, β. ίσκιουμα (του) = το φάντασμα, γ. Προέλευση : από το σκιά, ίσκιος.
σκιαχτάρʼ (του) : μαύρο πανί στερεωμένο σε μακρύ καλάμι για το διώξιμο των περιστεριών από το κουμάσι.
σκλαβάκια (τα) : δες πιχνίδγια*
σκλέβουντι (ρ.) : α. ζευγαρώνουν τα σκυλιά, β. μετ. κάνουν έρωτα όπως τα σκυλιά, γ. Προέλευση : από το ελνστ. σκυλακεύω = ζευγαρώνω σκύλους εις αναπαραγωγήν, πηγή : Δημητράκος.
σκλέντσα (η) : α. μικρή και ψιλή βέργα, β. μετ. ο σκελετωμένος άνθρωπος, γ. σκλέντζαβους (επίθ.) = ο καχεκτικός, ο υπερβολικά αδύνατος, δ. παιδικό παιχνίδι, ε. σκλιντζάρʼ (του) = η δεύτερη και μικρότερη βέργα για το ομώνυμο παιδικό παιχνίδι, στ. σκλιντζαράκʼ (του) = παιδικό παιχνίδι με κομμάτια φλούδας πορτοκαλιού περασμένα σε σχοινί (όπως το κομπολόι) και αποξηραμένα.
σκλίδα : σκελίδα σκόπδου
σκλίκʼ (του) : α. το σκουλήκι, β. ο αεικίνητος άνθρωπος, γ. σκλίκαρς (επίθ.) = ο ασιγούρευτος και ανήσυχος για κάποια δουλειά, δ. (Νιάνια : σκλίκου = η παραγινωμένη γριά), ε. ειρων. το αχρηστεμένο μόριο του γέρου άντρα, στ. σκλικουφάγουμα (του) = η σκόνη που απομένει από το φάγωμα του ξύλου από το σαράκι (lias : παλιά το χρησιμοποιούσαν για το σταμάτημα της αιμορραγίας).
σκλίτκα (επίρ.) : α. φύγε με την ουρά στα σκέλια για να μην έχεις συνέπειες, β. μουλωχτά.
σκλόπιτρα : σαρανταποδαρούσα
σκνί (του) : α. το σχοινί, β. χοντρή κλωστή από στριμμένες φυτικές ίνες.
σκόρπχιους (επίθ.) : δές σκρόπχιους*.
σκουλνώ (ρ.) : α. τελειώνω τη δουλειά μου και φεύγω από το χώρο εργασίας, σχολάω, β. φέρω σε πέρας μια δουλειά, γ. διώχνω κάποιον τελεσίδικα από τη δουλειά, δ. σκόλʼ (η) = 1. η ανάπαυση, το ρεπό, 2. το διάλειμμα, 3. το σχόλασμα.
σκουτίδα : σκοτάδι
σκουτός : κακότυχος ,ανήμπορος ,κακομυριασμένος
σκούξμου (του) : α. το κατσάδιασμα, β. το μάλωμα, γ. σκούζου (ρ.) = φωνάζω
σκουφούνια : χοντρες μάλινες κάλτσες.
σκουρδάρʼ (του) : α. παρασκεύασμα που περιέχει λιωμένο σκόρδο (με ψωμί, τυρί κτλ.), β. η σκορδαλιά με ψωμί.
σκουρπίδʼ και σκρουπίδʼ (του) : α. είδος μικρής σαύρας, το σαμιαμίδι, β. ο σκορπιός.
σκουτίδα(η) : α. το βαθύ σκοτάδι, β. η πλήρης άγνοια για κάτι.
σκούφια και σχούφχια (η) : α. πλεκτό μάλλινο κάλυμμα του κεφαλιού για το κρύο, β. το πάνω μέρος του κρανίου, γ. δες κουρφή*.
σκρόπχιους και σκόρπχιους (επίθ.) : α. διασκορπισμένος, β. χορός χωρίς συγκεκριμένες φιγούρες, το έντεκα, γ. σκουρπίδγια (τα) = τα σκόρπια (τα άχρηστα αντικείμενα).
σκρόφα (η) : α. το θηλυκό γουρούνι, β. υβριστ. η βρομιάρα και διεφθαρμένη γυναίκα.
σκύβαλα (τα) : α. τα υπολείμματα από το κοσκίνισμα του σιταριού ή άλλων δημητριακών (lias : χρησίμευαν για το τάισμα των πουλερικών), β. μετ. ο τιποτένιος άνθρωπος.
σκουφούνʼ (του) : πλεκτή, μάλλινη, κοντή σχετικά, μέχρι πάνω από τον αστράγαλο, μάλλινη πολύχρωμη κάλτσα.
σλιόφʼ (του) : ……
στλιάρουμα (του) : α. δάρσιμο μέχρι αιματώματος, β. σλιαρώνου (ρ.) = ρίχνω σφαλιάρες, γ. (Μαλούτας : το μπερντάχι), δ. (Προέλευση : από το στειλιάρι Χ.Χ.).
σ(ι)μά (επίρ.) : κοντά.
σμάδʼ (του) : α. το σημείο αναγνώρισης, β. ο στόχος, γ. η εγκοπή στα αυτιά των ζώων για να αναγνωρίζει ο κτηνοτρόφος το κοπάδι του, δ. σμάδγια (τα) = 1. τα δώρα που αντάλλασσαν οι οικογένειες πριν τον αρραβώνα, 2. τα ίχνη κάποιου (ανθρώπου ή ζώου), ε. ο οιωνός, το προμήνυμα, στ. η προαίσθηση.
σμάζουμα (του) : α. η τακτοποίηση, β. η φροντίδα, γ. σμαζώνου (ρ.) = συμμαζεύω, δ. σμαζόχτας (επίθ.) = ο άνθρωπος που αρπάζει και ιδιοποιείται ότι έμεινε στο τραπέζι της παρέας.
σμίτʼ (του) : α. επτάζυμο ψωμάκι για κολατσιό, β. Προέλευση : από το αρχαίο [u]σεμίδαλις[/b], πηγή : Π.Λ.Μπ.
σμπούρσμα (του) : α. απόκριση β. αζμπόρστους (επίθ.) = 1. ο ακαλλιέργητος, 2. ο αναίσθητος, γ. (δεν) σμπουρίζου = αδυνατώ να ανταποκριθώ σε κάτι.
ΣΜΤ (σου-μου-του) (φράση) : α. εσύ κι εγώ να τα πούμε ; (μυστικό νόημα ερωτευμένου προς το άλλο φύλο), β. μυστική συνεννόηση.
σνάφʼ (του) : α. η συντεχνία επαγγελματιών. β. το σύνολο των ατόμων που ασκούν το αυτό επάγγελμα, γ. Προέλευση : από το αττ. ξυνάφεια, πηγή : Δημητράκος.
σνί (του) : μεγάλο χάλκινο, εγχάρακτα διακοσμημένο στρόγγυλο ταψί για το φούρνο, ειδικό για πίτες και κιχιά.
σντρόμπλα και ζντρόμπλα (η) : α. η αγριόπαπια, β. μετ. η αγαθή γυναίκα.
σόι (του) : α. το ποιόν, β. το γένος, η καταγωγή, γ. η ράτσα, δ. η ποικιλία.
σουγλιά (η) : α. οξύς, σουβλερός πόνος, β. η σουβλιά, γ. σουγλί (του) = το σουβλί.
σουγλιμάδις (οι) : α. σφάγια ψημένα στη σούβλα, β. το σημερινό κεμπάπ (Παπασιώπης), γ. τα σουβλάκια, δ. σουγλίτσις (οι) = σουτζουκάκια με ρύζι ή πατάτες.
σουκάκʼ (του) : α. στενός και μικρός δρόμος στρωμένος με πέτρες, β. σουκάκου (η) = η κουτσομπόλα γυναίκα, γ. Προέλευση : από το τουρκ. sokak, πηγή : ΑΠΘ.
σουλάτσου (του) : α. το άσκοπο περπάτημα, β. η σκόπιμη αργοπορία, γ. ο περίπατος, δ. Φράση : «κάμι ψίχα σουλάτσου» = καθυστέρησε λιγάκι), ε. Προέλευση : από το ιταλ. sollazzo = διασκέδαση, πηγή : ΑΠΘ.
σουρλάς : η μουσούδα του γουρουνιού
σουρτούκʼ (του) : α. η περιπλάνηση, β. δες σουρτούκʼ*.
σούρβα (τα) : α. τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς (Σημ. ΖΦ>προέρχεται από το σούρβον = είδος δένδρου οι καρποί του οποίου ωρίμαζαν [γλύκαιναν την πρωτοχρονιά], β. (Παπασιώπης: λέξη ρουμανική sβrba), γ. (εγκυκλ. Δομή : Σόρβον : δέντρο της οικογ. των μηλοδών).
Σουρναστιά : μακρύς λεκές
σουρούκʼ (του) : α. το ράμφος των πουλιών, β. κάθε τι μυτερό που χρησιμεύει για το σερβίρισμα του ποτού από το μπουκάλι, γ. η κάνουλα, δ. η μύτη, ε. σουρούκας (επίθ.) = άνθρωπος με μεγάλη και μυτερή μύτη.
σούρζμα και σούριγμα (του) : α. το σφύριγμα, β. ανιμουσούρζμα (του) = 1. το σφύριγμα του αέρα, 2. όγκος χιονιού που εναποτέθηκε με τον αέρα, γ. σουρίζου (ρ.) = σφυρίζω, δ. Προέλευση : από το ελνστ. συρίζω, πηγή : Δημητράκος.
σουρτούκʼ (του) : α. η περιπλάνηση χωρίς σκοπό, β. σουρτούκας (επίθ.) = ο ρεμπέτης, γ. σουρτούκου (η) = η αλανιάρα, δ. σουρτουκέβου (ρ.) = αλητεύω, ε. Προέλευση : από το τουρκ. surtuk, = η γυρίστρα, η ανήθικη γυναίκα, πηγή : ΑΠΘ.
σουρφίξ (του) : το βραδινό κάθε Πέμπτης σε ταβέρνες όπου γινόταν και λαχειοφόρος αγορά.
σούστα (η) : α. δίτροχο κάρο με ένα άλογο (οφείλει το όνομά του στο ελατήριο όπου στηριζόταν για να αποφεύγονται οι κραδασμοί), β. Προέλευση : από το βεν. susta = ελατήριο αλλά και σχοινί για δέσιμο φορτίου, πηγή : ΑΠΘ.
σούφρα (η) : α. η κωλ****πίδα, β. μετ. η εύνοια της τύχης, γ. μετ. ο τυχερός, δ. η πτυχή υφάσματος, δέρματος κτλ., ε. σουφρώνου (ρ.) = κλέβω, στ. σουφρουτό (του) = σιροπιαστό γλυκό που το φύλλο του κάνει πολλές πτυχές (όπως περίπου το σαραλί*).
σουφράς (ου). στρόγγυλη χαμηλή τάβλα σε τρίποδα που χρησιμοποιούνταν για τραπέζι φαγητού, β. το σύνολο των φαγητών που βρίσκεται στο τραπέζι, γ. το στρόγγυλο τραπεζομάντιλο για το σοφρά.
σπάζου (ρ.) : α. θρυμματίζω, β. κάνω τρύπες (στο ζυμάρι, στον πάγο του δρόμου, στο κρέας κτλ.), γ. του σπάζου = 1. φεύγω, 2. την κοπανάω.
σπάρτης : σεπτέμβρης (σπορά)
σπιρί (του) : α. ο κόκκος, β. η ρώγα του σταφυλιού, γ. μετ. η μικρή ποσότητα (φράση : «ιένα σπιρί ζάχαρʼ»), δ. το εξάνθημα με πύο.
σπίρτου (του) : α. το πυρείον, το σπίρτο, β. το οινόπνευμα, γ. ο άνθρωπος που μπαίνει αμέσως στο νόημα.
σπίρτου : φωτιστικό οινόπνευμα ,
σπιριλατίζου : παστώνω
σπλινίζουμι (ρ.) : α. ζηλεύω για κάτι που ανήκει σε άλλον και προσπαθώ να το αποκτήσω κι εγώ, β. Προέλευση : από το ελνστ. σπλήν, πηγή : Π.Λ.Μπ.
σπίρτου : οινόπνευμα
σταλαχίδα : 1.ανυπομονησία  2.τάση για έμμετό
στάζου (ρ.) : α. ρίχνω κάποιο υγρό σταγόνα - σταγόνα, β. στάζουμι (ρ.) = λερώνομαι από μια σταγόνα υγρού, γ. στάχθκα (αόρ.) = λερώθηκα, 2. δ. σταξιά (η) = 1. η πιτσιλιά, 2. η μικρή ποσότητα (φράση : «δόμι μνιά σταξιά ζάχαρ'» = δώσε μου λιγάκι ζάχαρη).
σταυρώνου : ανταμώνω διασταυρώνω
στιάρʼ (του) : α. το σιτάρι, β. τα κόλλυβα,
στιγνάδʼ (του) : α. ξερόκλαδο για προσάναμμα, β. το αδυνατισμένο παιδί.
στιγνόπτα (η) : νηστίσιμη πίτα χωρίς λίπος, συνήθως με ταχίνι και καρύδια.
στινό (του) : α. το στενό δρομάκι, β. στένουμα (του) = 1. το στενό πέρασμα ανάμεσα σε δύο σπίτια, 2. η επιδιόρθωση για το στένεμα των ρούχων, γ. στινά (επίρ.) = 1. στριμωγμένα, 2. άβολα, 3. στενάχωρα.
στινούρα (η) : α. πλακόστρωτο στενό δρομάκι (πιο στενό από το σοκάκι που ήταν σα χωνί ), β. μετ. ο τσιγκούνης, γ. μετ. δυσχερής οικονομική κατάσταση, δ. στινούρας (επίθ.) = 1. ο άνθρωπος με στενόμακρο κεφάλι, 2. μετ. ο ισχυρογνώμων.
στιρμάζου (ρ.) : α. προσέχω, β. εστιάζω την προσοχή μου, γ. δίνω σημασία, δ. (ιταλ. stimare).
στήσμου : καρτέρι με δύχτια για πυλιά ,παιχνίδι με στημένια ξύλα
στόλτζμα (του) : α. η διακόσμηση, το στόλισμα, β. το ποντάρισμα σε τυχερό παιχνίδι, γ. το δώρο σε χρήμα στο γαμπρό/νύφη, δ. το δώρο στο άπλωμα της προίκας.
στουμπίζου (ρ.) : α. λιανίζω, θρυμματίζω, κονιορτοποιώ, β. μετ. γρονθοκοπώ κάποιον πολύ δυνατά, γ. τρώω λαίμαργα μεγάλη ποσότητα φαγητού, δ. στούμπζμα (του) = 1. το λιώσιμο ή η κονιορτοποίηση σκληρών ειδών, 2. ο μώλωπας από δυνατό χτύπημα, 3. το γρονθοκόπημα, 4. το μεγάλο φαγοπότι.
στούμπους (ου) : α. λεία στρόγγυλη ή αυγοειδής ποταμίσια πέτρα, β. ειρων. ο μικροσκοπικός άνθρωπος, γ. το πέτρινο γουδί για το θρυμμάτισμα καβουρδισμένων ειδών στο ντουμπέκʼ*, δ. το γουδοχέρι, ε. φράση : "ιέναν στούμπου" = μικρή ποσότητα, ε. στούμπουν (επίρ.) = κούρεμα γουλί, στ. Προέλευση : από το σλαβ. stonpa, πηγή : ΑΠΘ.
στουμπώνου (ρ.) : α. βουλώνω συμπιέζοντας, β. φράζω, γ. τρώω υπερβολικά (λες και πιέζω με στούμπο το φαγητό για να χωρέσει και άλλο) μέχρι κορεσμού.
στουπώνου (ρ.) : α. βουλώνω πρόχειρα κάποια τρύπα ή βαθούλωμα με τάπα ή άλλο πώμα, β. γεμίζω ή και παραγεμίζω κάποιο κενό, γ. στούπουσα = βούλωσε ο πισινός μου και δεν μπορώ να ενεργηθώ, δ. Προέλευση : από το πώμα ή το αρχαίο στυπείον, πηγή : και τα δύο από το ΑΠΘ.
(lias : τα στουμπώνου και στουπώνου τα έβαλα επίτηδες μαζί γιατί ενώ έχουν παραπλήσια σημασία είναι διαφορετικά).
στραβουλιαζμένου: ανάποδο ,στραβό
Στρακώνου : σιδερώνω ,κολαρίζω
στραγκστίρʼ (του) : το σουρωτήρι.
στραμλίγου : στραμπουλίγω
στράτα (η) : α. ο δρόμος (όχι το σοκάκι), β. η βόλτα, η διαδρομή, ο περίπατος, γ. (Παπαζήσης) : τα πρώτα βήματα του μωρού.
στρέχου (ρ.) : α. συμφωνώ, β. συγκατατίθεμαι, γ. αποδέχομαι, δ. συγκατανεύω, ε. συναινώ, στ. Προέλευση : από το αρχαίο στέργω, πηγή : ΑΠΘ.
στρίβου (ρ.) : α. κλωθογυρίζω, β. στρίβω από τη γωνία, γ. την «κοπανάω» δ. αλλάζω γνώμη, ε. τυλίγω τσιγάρο.
στρίψμου : ευνουχισμός
στριμώχνου (ρ.) : α. εξαναγκάζω κάποιον σε κάτι, β. δυσκολεύω, γ. στρίμουγμα (του) = 1. η ερωτική παρενόχληση, 2. η οικονομική δυσκολία.
στρώσιμου (του) : α. απλώνω και καλύπτω μία επιφάνεια με πάνινο αντικείμενο (εργόχειρο, κουβέρτα, χαλί κτλ.), β. η συμμόρφωση κάποιου, γ. η βελτίωση, δ. το άπλωμα και η ισοπέδοση χαλικιών ή ασφάλτου για την κατασκευή δρόμου, ε. στρώσʼ (η) = 1. το σύνολο των εργόχειρων για διακόσμηση που συνήθως ήταν εξάδες ή δωδεκάδες, (πετσετάκια, πετσέτες, τραπεζομάντιλα κτλ.), 2. η πρώτη χεριά, το κάθε στρώμα υλικού (μπογιάς, τσιμέντου κτλ.), στ. στρουσίδʼ (του) = το κλινοσκέπασμα.
στχιό (του) : α. το φάντασμα, β. το ανύπαρκτο πράγμα, γ. το αερικό, δ. μετ. ο υπερβολικά άσχημος άνθρωπος, ε. Προέλευση : από το αρχαίο στοιχείον = δαίμονας, πηγή : ΑΠΘ.
συμπάθχιου (του) : α. η συγγνώμη μετά από μία απρεπή έκφραση, β. συγγνώμη που συνοδεύεται από χειρονομία, γ. Φράσεις : α. «γίγκαμι σαν τα γρούνια, μι του συμπάθχιου», β. «αγόρασα ιένα αγγούρʼ τόσου ιά, μι του συμπάθχιου».
σύβρασμα : τσιγαριστο κρεμύδι
συνάζου :μαζε΄θω , τακτοποιω
σύνουρου (του) : α. το όριο μίας περιοχής (αγρού, αμπελιού κτλ.), β. η άκρη της γειτονιάς.
σύρι : πήγαινε
συστήνουμι : ντρέπομαι
σύρσμου : περίοδος αναπαγωγης για τα ζώα
σύρι :πήγαιναι
συφουριασμένους : καταραμένος
σύστασ(η) :διεύθυνση
συφουριασμένους : άτυχος
σφαλνώ (ρ.) : α. κλείνω (πόρτα, μάτια, παράθυρα κτλ.), β. φυλακίζω, γ. συμφωνώ για κάποια δουλειά.
σφάχτς (ου) : α. έντονος κοιλόπονος β. ο εκδοροσφαγέας.
σκουφούνʼ (του) : κοντή, χοντρή μάλλινη κάλτσα που τη φόραγαν το χειμώνα μέσα στο σπίτι αντί για παντόφλα για να ζεσταίνονται τα πόδια.
σφουγγίζου : σκουπίζω
σιχασιές (η) : α. η αηδία, β. Φράση : «σιχασχιές γρουνίσιις» = βρώμικα λόγια.
σχτί (του) : α. υφαντό στρωσίδι καμωμένο με λωρίδες άχρηστου και σχισμένου υφάσματος, β. Προέλευση: από το αρχαίο σκύτος = λωρίδα από κατεργασμένο τομάρι, πηγή : Δημητράκος.
σχώρεσʼ και σχώργιου (του) : α. η οικογενειακή επίσκεψη το βράδυ της Αποκριάς στους μεγαλύτερους συγγενείς, β. η αμοιβαία συγχώρεση πριν τη Θεία Μετάληψη.
σώγαμπρος (ου) : α. ο γαμπρός που διαμένει στο σπίτι της νύφης και πολλές φορές απασχολείται στην δουλειά του πεθερού, β (lias : αυτό συνέβαινε κυρίως όταν η νύφη ήταν μοναχοπαίδι και οι γονείς της δεν είχαν άλλα παιδιά να τους φροντίσουν στα γεράματα. Σε διαφορετική περίπτωση η λέξη έχει υποτιμητική σημασία = ο άχρηστος, ο αχαΐρευτος κτλ.).
σώνου (ρ.) : α. γλιτώνω, β. τελειώνω, γ. σώζω ( ..απ' του βράσμου σώθκει του νιρό.//....τουν έφαει αρώστια ντιπ σώθκει ....)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου